μετοχλίζω: Difference between revisions
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μετοχλίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, Επικ. γʹ ενικ. ευκτ. αόρ. αʹ <i>μετοχλίσσειε</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[μετακινώ]] με τη [[χρήση]] μοχλού, [[σηκώνω]] και [[απομακρύνω]] από τη [[μέση]] ένα [[βαρύ]] [[σώμα]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> [[σπρώχνω]] προς τα [[πίσω]] ένα [[εμπόδιο]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''μετοχλίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, Επικ. γʹ ενικ. ευκτ. αόρ. αʹ <i>μετοχλίσσειε</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[μετακινώ]] με τη [[χρήση]] μοχλού, [[σηκώνω]] και [[απομακρύνω]] από τη [[μέση]] ένα [[βαρύ]] [[σώμα]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> [[σπρώχνω]] προς τα [[πίσω]] ένα [[εμπόδιο]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μετοχλίζω:''' (эп. aor. μετόχλισσα) (с помощью рычага или с напряжением сил) сдвигать, отодвигать (ὀχῆας θυράων, [[λέχος]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:08, 1 January 2019
English (LSJ)
A remove by a lever, hoist a heavy body out of the way, οὔ κέν τις... οὐδὲ μάλ' ἡβῶν, ῥεῖα μετοχλίσσειεν Od.23.188; οὐδέ κ' ὀχῆα ῥεῖα μετοχλίσσειε θυράων would he easily push back the bolt of the doors, Il.24.567, cf. Lyc.627, AP9.81 (Crin.); ἡ γῆ -ίζουσα [τὸν Ἀνταῖον] Philostr.Im.2.21.
German (Pape)
[Seite 162] eigtl. mit dem Hebel wegheben, einen schweren Körper wegschaffen, mit Anstrengung wegheben, οὐδέ κ' ὀχῆας ῥεῖα μετοχλίσσειε θυράων, Il. 24, 567, vgl. Od. 23, 188; sp. D., μετοχλίσσαντες τύμβου ὀχῆας, Crinag. 34 (IX, 81).
Greek (Liddell-Scott)
μετοχλίζω: μέλλ. -ίσω, διὰ μοχλοῦ μετακινῶ, αἴρω ἐκ τοῦ μέσου βαρὺ σῶμα, οὒ κέν τις… οὐδὲ μάλ’ ἡβῶν, ῥεῖα μετοχλίσσειεν Ὀδ. Ψ. 188· οὐδέ κ’ ὀχῆας ῥεῖα μετοχλίσσειε θυράων, εὐκόλως ἤθελε μετακινήσῃ τοὺς μοχλοὺς τῶν θυρῶν, Ἰλ. Ω. 567.
French (Bailly abrégé)
déplacer avec un levier, d’où avec effort.
Étymologie: μετά, ὀχλίζω.
English (Autenrieth)
aor. opt. μετοχλίσσειε: pry or push back or away.
Greek Monolingual
μετοχλίζω (Α)
μετακινώ ή μετατοπίζω κάτι χρησιμοποιώντας μοχλό, σηκώνω από το μέσον βαρύ αντικείμενο με τη βοήθεια μοχλού ή και χωρίς, καταβάλλοντας όμως πολλή δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ὀχλίζω «μετακινώ, κινώ με μοχλό»].
Greek Monotonic
μετοχλίζω: μέλ. -ίσω, Επικ. γʹ ενικ. ευκτ. αόρ. αʹ μετοχλίσσειε,
I. μετακινώ με τη χρήση μοχλού, σηκώνω και απομακρύνω από τη μέση ένα βαρύ σώμα, σε Ομήρ. Οδ.
II. σπρώχνω προς τα πίσω ένα εμπόδιο, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
μετοχλίζω: (эп. aor. μετόχλισσα) (с помощью рычага или с напряжением сил) сдвигать, отодвигать (ὀχῆας θυράων, λέχος Hom.).