νῖκος: Difference between revisions
εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νῖκος:''' τό, μεταγεν. [[τύπος]] αντί [[νίκη]], σε Ανθ. | |lsmtext='''νῖκος:''' τό, μεταγεν. [[τύπος]] αντί [[νίκη]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νῖκος:''' εος τό NT = [[νίκη]] I. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 1 January 2019
English (LSJ)
εος, τό, later form for νίκη, LXX 1 Es.3.9, BGU1002.14 (i B.C.), IG12 (5).764.2 (Andros, prob. i A.D.; written νεῖκος), Ev.Matt.12.20, Vett.Val.358.5, Orph.A.587, APl.5.381, read by Aristarch. in Il.12.276;
A εἰς νῖκος for ever, LXX 2 Ki.2.26, al.
German (Pape)
[Seite 257] τό, = νίκη, Sp., wie Polem. 1, 12; Theocr. 22, 129; vgl. Lob. Phryn. 647. Aber Aesch. Suppl. 929 ist nicht hierher zu ziehen.
Greek (Liddell-Scott)
νῖκος: τό, μεταγενέστ. τύπος τοῦ νίκη, Ὀρφ. Ἀργ. 585, Ἀνθ. Πλαν. 381, κτλ.
English (Strong)
from νίκη; a conquest (concretely), i.e. (by implication) triumph: victory.
English (Thayer)
νικους, τό, a later form equivalent to νίκη (cf. Lob. ad Phryn., p. 647; (Buttmann, 23 (20); Winer s Grammar, 24)), victory: εἰς νῖκος, until he have gained the victory, κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νῖκος, (A. V. death is swallowed up in victory) i. e. utterly vanquished, Sept. sometimes translate the Hebrew לָנֶצַח, i. e. to everlasting, forever, by εἰς νῖκος, נֶצַח denotes also splendor, victory.)
Greek Monolingual
το (ΑΜ νῑκος)
1. νίκη
2. εξουσία, επικυριαρχία
μσν.
1. υπερίσχυση, υπεροχή
2. συνεκδ. λάφυρα, λεία
3. νικητής
4. δύναμη, ισχύς
5. λαμπρότητα, ακτινοβολία
6. ευημερία, προκοπή
7. (για δικαστικό αγώνα) δικαίωση
8. φρ. α) «αἴρω (τὸ) νῑκος» ή «ποιῶ (τὸ) νῑκος» — νικώ
β) «μοῡ ἔρχεται τὸ νῑκος» — νικώ
μσν.-αρχ.
φρ. «εἰς νῑκος» — εξ ολοκλήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του νίκη, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. σε -ος, πιθ. αναλογικά προς το κράτος, αν δεν πρόκειται για αρχαιότερη λ.].
Greek Monotonic
νῖκος: τό, μεταγεν. τύπος αντί νίκη, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
νῖκος: εος τό NT = νίκη I.