σκυλοδεψέω: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σκῠλοδεψέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κατεργάζομαι]] δέρματα, [[βυρσοδεψώ]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''σκῠλοδεψέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κατεργάζομαι]] δέρματα, [[βυρσοδεψώ]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκῠλοδεψέω:''' заниматься дублением кожи, дубить Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:48, 1 January 2019
English (LSJ)
A tan hides, Ar.Pl.514 (Bentl. for σκῡτοδεψεῖν).
German (Pape)
[Seite 907] Leder gerben, Ar. Plut. 514.
Greek (Liddell-Scott)
σκῠλοδεψέω: κατεργάζομαι δέρματα, Ἀριστοφ. Πλ. 514 (κατὰ τὸν B…nt, σκῡτοδεψεῖν).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être corroyeur.
Étymologie: σκυλοδέψης.
Greek Monotonic
σκῠλοδεψέω: μέλ. -ήσω, κατεργάζομαι δέρματα, βυρσοδεψώ, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
σκῠλοδεψέω: заниматься дублением кожи, дубить Arph.