σύνθεμα: Difference between revisions
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
(40) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, ΝΜΑ [[συντίθημι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτό που προέρχεται από [[σύνθεση]], που τα τμήματά του [[είναι]] συντεθειμένα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[καθετί]] το συμφωνημένο εκ τών προτέρων, [[σύνθημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σύνθετη [[λέξη]]<br /><b>2.</b> [[ποσό]], [[κεφάλαιο]]<br /><b>3.</b> [[συνέλευση]], [[συνάθροιση]]<br /><b>4.</b> <b>ιατρ.</b> α) [[αλοιφή]] που παρασκευαζόταν από διάφορα συστατικά<br />β) ιατρικό [[μίγμα]]<br /><b>5.</b> χημική [[ένωση]]<br /><b>6.</b> το [[σύνολο]] τών διαφόρων τμημάτων, το όλον. | |mltxt=το, ΝΜΑ [[συντίθημι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτό που προέρχεται από [[σύνθεση]], που τα τμήματά του [[είναι]] συντεθειμένα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[καθετί]] το συμφωνημένο εκ τών προτέρων, [[σύνθημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σύνθετη [[λέξη]]<br /><b>2.</b> [[ποσό]], [[κεφάλαιο]]<br /><b>3.</b> [[συνέλευση]], [[συνάθροιση]]<br /><b>4.</b> <b>ιατρ.</b> α) [[αλοιφή]] που παρασκευαζόταν από διάφορα συστατικά<br />β) ιατρικό [[μίγμα]]<br /><b>5.</b> χημική [[ένωση]]<br /><b>6.</b> το [[σύνολο]] τών διαφόρων τμημάτων, το όλον. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σύνθεμα:''' ατος τό Anth. = [[σύνθημα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:20, 1 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό, later Gr. for σύνθημα, Hedyl. ap. Ath.11.497d (where both forms occur), PLips.33 ii 26 (iv A.D.). 2 compound word, Eust.340.35. 3 sum, Dioph.1.27, al. 4 collection, LXX Ec.12.11. 5 ointment made of several ingredients, mixture, PMag.Berol.1.256, al.; medicinal mixture, Hippiatr.22; chemical compound, Ps.-Democr.Alch.p.55 B. 6 whole of parts, Apollod. Poliorc.180.9, al.
German (Pape)
[Seite 1024] τό, poet. statt σύνθημα, Lob. Phryn. 249.
Greek (Liddell-Scott)
σύνθεμα: τό, ποιητ. ἀντὶ σύνθημα, Ἀνθ. Π. παράρτημα 30 (ἔνθα ἀμφότεροι οἱ τύποι ἀπαντῶσι). 2) σύνθετος λέξις, Εὐστ. 340. 35. 3) ποσόν, κεφάλαιον, Διοφάντ. Ἀριθμ. 5. 19. 4) συνέλευσις, συνάθροισις, Ἑβδ. (Ἐκκλ. ΙΒ΄, 11).
Spanish
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ συντίθημι
νεοελλ.
αυτό που προέρχεται από σύνθεση, που τα τμήματά του είναι συντεθειμένα
μσν.-αρχ.
καθετί το συμφωνημένο εκ τών προτέρων, σύνθημα
αρχ.
1. σύνθετη λέξη
2. ποσό, κεφάλαιο
3. συνέλευση, συνάθροιση
4. ιατρ. α) αλοιφή που παρασκευαζόταν από διάφορα συστατικά
β) ιατρικό μίγμα
5. χημική ένωση
6. το σύνολο τών διαφόρων τμημάτων, το όλον.
Russian (Dvoretsky)
σύνθεμα: ατος τό Anth. = σύνθημα.