σύννευσις: Difference between revisions
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
(40) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-εύσεως, ἡ, ΜΑ [[συννεύω]]<br /><b>1.</b> αμοιβαία [[κλίση]] [[προς]] ένα [[σημείο]], [[σύγκλιση]] («τὸ ἰσοσκελὲς [[τρίγωνο]] οὐ ποιοῡν πρὸς ἐκεῑνο σύννευσιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αμοιβαία [[τάση]] («τὴν πρὸς τὸ ἐν τῆς ὅλης κτίσεως... σύννευσιν δείξας ἐν ἑαυτῷ», Μαξ.)<br /><b>3.</b> [[κοινή]] [[αποδοχή]], [[συμφωνία]] (α. «τῆς εἰς τὸ αὐτὸ [[θέλημα]] σύμπνοιας τε καὶ συννεύσεως», Ψελλ.<br />β. «διαλυθέντος τοῡ τῶν Ἀχαιῶν ἔθνους ἀρχὴ [[πάλιν]] ἐγένετο καὶ [[σύννευσις]] τῶν [[πόλεων]] πρὸς ἀλλήλας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />το να καλεί [[κάποιος]] με [[νεύμα]] έναν [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάμψη]], [[λύγισμα]]<br /><b>2.</b> [[λόξωση]], [[πλάγιασμα]]. | |mltxt=-εύσεως, ἡ, ΜΑ [[συννεύω]]<br /><b>1.</b> αμοιβαία [[κλίση]] [[προς]] ένα [[σημείο]], [[σύγκλιση]] («τὸ ἰσοσκελὲς [[τρίγωνο]] οὐ ποιοῡν πρὸς ἐκεῑνο σύννευσιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αμοιβαία [[τάση]] («τὴν πρὸς τὸ ἐν τῆς ὅλης κτίσεως... σύννευσιν δείξας ἐν ἑαυτῷ», Μαξ.)<br /><b>3.</b> [[κοινή]] [[αποδοχή]], [[συμφωνία]] (α. «τῆς εἰς τὸ αὐτὸ [[θέλημα]] σύμπνοιας τε καὶ συννεύσεως», Ψελλ.<br />β. «διαλυθέντος τοῡ τῶν Ἀχαιῶν ἔθνους ἀρχὴ [[πάλιν]] ἐγένετο καὶ [[σύννευσις]] τῶν [[πόλεων]] πρὸς ἀλλήλας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />το να καλεί [[κάποιος]] με [[νεύμα]] έναν [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάμψη]], [[λύγισμα]]<br /><b>2.</b> [[λόξωση]], [[πλάγιασμα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σύννευσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> сближение, схождение (πρός τι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> союз (τῶν [[πόλεων]] πρὸς ἀλλήλας Polyb.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:31, 1 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A convergence, πρός τι Str.4.5.1, Plu.2.428a: abs., Procl.Inst.146: metaph., agreement, union, πρὸς ἀλλήλας Plb. 2.40.5. II bending, Antyll. ap. Orib.6.34.2, Sor.1.85 (prob.), 2.19, Gal.7.624 (pl.); obliquity, Sor.Fract.12. 2 beckoning, so as to invite, Thom.Mag.p.277R.
German (Pape)
[Seite 1027] ἡ, das sich Zusammenneigen, πρός τι, Plut. def. or. 33; übertr., Zusammenhalten, Einigkeit, ἡ τῶν πόλεων πρὸς ἀλλήλας, Pol. 2, 40, 5.
Greek (Liddell-Scott)
σύννευσις: ἡ, τὸ συννεύειν, συγκλίνειν, πρὸς τι Στράβ. 199, Πλούτ. 2. 428Α· ― μεταφ., συμφωνία, ἕνωσις, ἑνότης, πρὸς ἀλλήλας Πολύβ. 2. 40, 5. ΙΙ. διὰ νεύματος πρόσκλησις, μνημονεύεται ἐκ Θωμ. τοῦ Μαγίστρ. (277;).
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
disposition de choses qui convergent vers une autre.
Étymologie: συννεύω.
Greek Monolingual
-εύσεως, ἡ, ΜΑ συννεύω
1. αμοιβαία κλίση προς ένα σημείο, σύγκλιση («τὸ ἰσοσκελὲς τρίγωνο οὐ ποιοῡν πρὸς ἐκεῑνο σύννευσιν», Πλούτ.)
2. μτφ. αμοιβαία τάση («τὴν πρὸς τὸ ἐν τῆς ὅλης κτίσεως... σύννευσιν δείξας ἐν ἑαυτῷ», Μαξ.)
3. κοινή αποδοχή, συμφωνία (α. «τῆς εἰς τὸ αὐτὸ θέλημα σύμπνοιας τε καὶ συννεύσεως», Ψελλ.
β. «διαλυθέντος τοῡ τῶν Ἀχαιῶν ἔθνους ἀρχὴ πάλιν ἐγένετο καὶ σύννευσις τῶν πόλεων πρὸς ἀλλήλας», Πολ.)
μσν.
το να καλεί κάποιος με νεύμα έναν άλλο
αρχ.
1. κάμψη, λύγισμα
2. λόξωση, πλάγιασμα.
Russian (Dvoretsky)
σύννευσις: εως ἡ1) сближение, схождение (πρός τι Plut.);
2) союз (τῶν πόλεων πρὸς ἀλλήλας Polyb.).