χρόμις: Difference between revisions

From LSJ

τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.

Source
(47b)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ιος, ο, ΝΑ, και τ. θηλ. [[χρόμις]], ἡ, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />παλαιότερη [[λόγια]] [[ονομασία]] γένους ακανθοπτερύγιων ιχθύων<br /><b>αρχ.</b><br />το γνωστό [[σήμερα]] με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[ψάρι]] [[μυλοκόπι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>χρομ</i> της ρίζας του ρ. [[χρεμετίζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ὄφ</i>-<i>ις</i>)].
|mltxt=-ιος, ο, ΝΑ, και τ. θηλ. [[χρόμις]], ἡ, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />παλαιότερη [[λόγια]] [[ονομασία]] γένους ακανθοπτερύγιων ιχθύων<br /><b>αρχ.</b><br />το γνωστό [[σήμερα]] με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[ψάρι]] [[μυλοκόπι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>χρομ</i> της ρίζας του ρ. [[χρεμετίζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ὄφ</i>-<i>ις</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''χρόμις:''' ιος ὁ хромий (род морской рыбы) Arst.
}}
}}

Revision as of 06:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρόμις Medium diacritics: χρόμις Low diacritics: χρόμις Capitals: ΧΡΟΜΙΣ
Transliteration A: chrómis Transliteration B: chromis Transliteration C: chromis Beta Code: xro/mis

English (LSJ)

ιος, ὁ (ἡ in Ael.NA9.7), a sea-

   A fish like σκίαινα, perh. Umbrina cirrhosa, Anan.5.1 (χρόμιος), Epich.58 (χρόμιος or -ίας codd.Ath.), Arist.HA534a9 (v.l. χρέμις), Numen. ap. Ath.7.295b; cf. χρέμυς.

German (Pape)

[Seite 1377] ὁ, ein Meerfisch, weil er einen knarrenden Laut von sich gegeben haben soll (vgl. die Vorigen und χρέμω); Numen. u. Archestr. bei Ath. VII, 328 a; Arist. H. A. 4, 8.

Greek (Liddell-Scott)

χρόμις: -ιος, ὁ, εἶδος θαλασσίου ἰχθύος, ἴσως = χρέμψ, Ἀνάνιος 1, Ἐπίχαρμ. 29 Ahr., Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 18˙ ἀλλ’ ὑπάρχουσι πολλαὶ διάφ. γραφαί.

Greek Monolingual

-ιος, ο, ΝΑ, και τ. θηλ. χρόμις, ἡ, Α
νεοελλ.
παλαιότερη λόγια ονομασία γένους ακανθοπτερύγιων ιχθύων
αρχ.
το γνωστό σήμερα με την κοινή ονομασία ψάρι μυλοκόπι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα χρομ της ρίζας του ρ. χρεμετίζω + κατάλ. -ις (πρβλ. ὄφ-ις)].

Russian (Dvoretsky)

χρόμις: ιος ὁ хромий (род морской рыбы) Arst.