δεσμωτήριον: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
(1b) |
(nl) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δεσμωτήριον:''' τό темница, тюрьма Her., Thuc., Plat., Arst., Dem., Plut. | |elrutext='''δεσμωτήριον:''' τό темница, тюрьма Her., Thuc., Plat., Arst., Dem., Plut. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δεσμωτήριον -ου, τό [δεσμός] gevangenis. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 1 January 2019
English (LSJ)
τό,
A prison, Th.6.60, Pl.Grg.486a, D.9.60, etc.; δ. ἀνδρῶν Hdt.3.23: pl., = Lat.ergastula, Plu.TG8.
German (Pape)
[Seite 551] τό, das Gefängniß, ἀνδρῶν Her. 3, 23; Thuc. 6, 60; Andoc. 1, 48 u. A.; εἰς τὸ δ. ἀπάγειν Plat. Gorg. 486 a; εἰσάγειν Dem.
Greek (Liddell-Scott)
δεσμωτήριον: τό, εἱρκτή, φυλακή, Θουκ. 6. 60, Πλάτ., κ. ἀλλ.· δ. ἀνδρῶν Ἡρόδ. 3. 23.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
prison.
Étymologie: δεσμόω.
Spanish (DGE)
-ου, τό
prisión, cárcel πολλοὶ ... ἄνθρωποι ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ ἦσαν Th.6.60, cf. Hdt.3.23, Arist.Rh.1375a6, PCair.Zen.77.5 (III a.C.), LXX Ge.39.22, Charito 6.7.8, Eu.Matt.11.2, POxy.902.7 (V d.C.), εἰς τὸ δ. ἀπάγειν Pl.Grg.486a, Is.4.28, D.9.60, 10.74, D.S.11.86, Plu.Mar.4, εἰς τὸ δ. ἀποτεθέντων Lycurg.112, ἐκ τοῦ [δε] σμωτηρί[ου] ἐξαιρεῖν Rhamnonte 15.23 (III a.C.), ἐν χαλκῷ δεσμωτηρίῳ δεδεμένοι encadenados en una prisión broncínea I.Ap.2.247, ἐν οἴκῳ τοῦ δεσμωτηρίου LXX Id.16.21B, cf. Iust.Nou.8.13, tb. plu. ὁ μὴ δοὺς τοῖς δεσμωτηρίοις ὡς πονηρὸς ἐγκατελείπετο I.BI 2.273, cf. Plu.TG 8, D.Chr.30.12, Vett.Val.66.23
•fig. τὸ περὶ τὰ ἐγκύκλια καὶ πολιτικὰ δ. Epicur.Sent.Vat.[6] 58, πλούτου δεσμωτήρια prisiones de riqueza de la atesorada por los avaros, Philostr.VS 547, εἶναι ... τὸν κόσμον ... δ. ὑπὸ τῶν θεῶν κατεσκευασμένον D.Chr.30.11, cf. Ph.2.501, ὦ ἡσυχία δ. παθῶν Apoph.Patr.Sys.2.35.38.
English (Strong)
from a derivative of δεσμόν (equivalent to δεσμέω); a place of bondage, i.e. a dungeon: prison.
English (Thayer)
δεσμωτηρίου, τό, a prison, jail: Herodotus), Thucydides, Plato, Demosthenes, others.)
Greek Monotonic
δεσμωτήριον: τό (δεσμόω), φυλακή, ειρκτή, σε Ηρόδ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
δεσμωτήριον: τό темница, тюрьма Her., Thuc., Plat., Arst., Dem., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεσμωτήριον -ου, τό [δεσμός] gevangenis.