κατακηλέω: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
(2b)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κατακηλέω:''' <b class="num">1)</b> отгонять заклинаниями (τὴν ἄτην Soph.);<br /><b class="num">2)</b> pass. поддаваться чарам Plat.;<br /><b class="num">3)</b> смягчать, умиротворять (κατακεκηλῆσθαι τοῖς λογισμοῖς Plut.).
|elrutext='''κατακηλέω:''' <b class="num">1)</b> отгонять заклинаниями (τὴν ἄτην Soph.);<br /><b class="num">2)</b> pass. поддаваться чарам Plat.;<br /><b class="num">3)</b> смягчать, умиротворять (κατακεκηλῆσθαι τοῖς λογισμοῖς Plut.).
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-κηλέω betoveren.
}}
}}

Revision as of 07:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακηλέω Medium diacritics: κατακηλέω Low diacritics: κατακηλέω Capitals: ΚΑΤΑΚΗΛΕΩ
Transliteration A: katakēléō Transliteration B: katakēleō Transliteration C: katakileo Beta Code: katakhle/w

English (LSJ)

   A charm, cast a spell over, τήνδ' ἄτην S.Tr.1002 (anap.):—Pass., Pl.Cra.403e, Plu.Num.20, Ath.4.174b, Dam.Isid. 48.

German (Pape)

[Seite 1352] bezaubern, durch Zaubermittel besänftigen, für sich gewinnen; ἄτην Soph. Tr. 998, Schol. θεραπεύειν, mildern; Plat. κατακεκηλῆσθαι Crat. 403 d; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατακηλέω: διὰ τῆς ἡδύτητος τῆς ἀκοῆς καταπραΰνω τὴν ψυχήν, καταθέλγω, διὰ μαγειῶν ἀποδιώκω, θεραπεύω, Λατ. delinire, τὴν ἄτην Σοφ. Τρ. 1003. -Παθ., «κατακηλεῖσθαι· τὸ ὑπὸ τῶν αὐλῶν θέλγεσθαι· καὶ κατακηλούμενοι· ἐξοιστρούμενοι, καταθελγόμενοι» Ἡσύχ.·-κατακεκηλῆσθαι πάντας Πλάτ. Κρατ. 493D, Ἀθήν. 174Β, Δαμασκ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 338. 7.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
charmer, adoucir.
Étymologie: κατά, κηλέω.

Greek Monotonic

κατακηλέω: μέλ. -ήσω, σαγηνεύω, γοητεύω, καταπραΰνω, διασκορπίζω, διασκεδάζω (πόνο, θλίψη), Λατ. delinire, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

κατακηλέω: 1) отгонять заклинаниями (τὴν ἄτην Soph.);
2) pass. поддаваться чарам Plat.;
3) смягчать, умиротворять (κατακεκηλῆσθαι τοῖς λογισμοῖς Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-κηλέω betoveren.