πάνσοφος: Difference between revisions

From LSJ

ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods

Source
(3b)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πάνσοφος:''' v. l. [[πάσσοφος]] 2<br /><b class="num">1)</b> чрезвычайно мудрый, мудрейший, хитроумнейший ([[Ὀδυσσεύς]] Soph.; [[εὕρημα]] Eur.; [[δόγμα]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> принадлежащий мудрецу ([[ὄνομα]] Aesch.).
|elrutext='''πάνσοφος:''' v. l. [[πάσσοφος]] 2<br /><b class="num">1)</b> чрезвычайно мудрый, мудрейший, хитроумнейший ([[Ὀδυσσεύς]] Soph.; [[εὕρημα]] Eur.; [[δόγμα]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> принадлежащий мудрецу ([[ὄνομα]] Aesch.).
}}
{{elnl
|elnltext=πάνσοφος -ον ook πάσσοφος [πᾶς, σοφός] zeer wijs.
}}
}}

Revision as of 07:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάνσοφος Medium diacritics: πάνσοφος Low diacritics: πάνσοφος Capitals: ΠΑΝΣΟΦΟΣ
Transliteration A: pánsophos Transliteration B: pansophos Transliteration C: pansofos Beta Code: pa/nsofos

English (LSJ)

ον,

   A most clever, π. κρότημα, of Odysseus, S.Fr.913; εὕρημα E.HF188; τὸ π. ὄνομα A. Supp.320; τὸν πάνσοφον ἀριθμὸν εὕρηκ' ἔξοχον σοφισμάτων Trag.Adesp.470.3:—also πάσσοφος, as in the best codd. of Pl.Prt.315e, Tht.149d, al., IG12(5).891.4 (Tenos). Adv. -φως Pl.Com.(?) 269 (= ip.196 Meineke), Steph.in Hp.1.92 D.

German (Pape)

[Seite 462] auch πάσσοφος geschrieben, ganz weise, allweise; Eur. Herc. Fur. 188; Plat. Rep. X, 598 d u. öfter; Sp., auch adv., Poll. 4, 23.

Greek (Liddell-Scott)

πάνσοφος: -ον, ὁ πάνυ σοφός, ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, Σοφ. Ἀποσπάσμ. 784˙ εὕρημα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 188˙ τὸ π. ὄνομα Αἰσχύλ˙ Ἱκέτ. 319˙ ὡσαύτως φέρεται πάσσοφος, ἐν τοῖς ἀρίστοις Ἀντιγράφοις τοῦ Πρωταγ. 315Ε, Πολ. 598D, Θεαιτ. 149D, κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. -φως, Πλάτ. Κωμ. (;) ἐν Meineke 1, σ. 196.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait sage.
Étymologie: πᾶν, σοφός.

Spanish

que todo lo sabe

Greek Monolingual

-η, -ο / πάνσοφος, -ον, Α και πάσσοφος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που γνωρίζει τα πάντα παντογνώστηςπάσσοφος γὰρ μοι δοκεῑ ἀνήρ εἶναι καὶ θεῑος», Πλατ.)
νεοελλ.
(το αρσ. ως κύριο όν.) ο Πάνσοφος
μία από τις προσωνυμίες του Θεού. Επιρρ. πανσόφως και πάνσοφα ΝΜΑ
με μεγάλη σοφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + σοφος].

Greek Monotonic

πάνσοφος: και πάσ-σοφος, -ον, πάρα πολύ σοφός, σε Ευρ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

πάνσοφος: v. l. πάσσοφος 2
1) чрезвычайно мудрый, мудрейший, хитроумнейший (Ὀδυσσεύς Soph.; εὕρημα Eur.; δόγμα Plut.);
2) принадлежащий мудрецу (ὄνομα Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάνσοφος -ον ook πάσσοφος [πᾶς, σοφός] zeer wijs.