σκηνικός: Difference between revisions
Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht
(4) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σκηνικός:''' <b class="num">II</b> ὁ актер Plut.<br />сценический, театральный ([[μουσική]] Plut.): ὁ σ. [[φιλόσοφος]] Sext. = [[Εὐριπίδης]]. | |elrutext='''σκηνικός:''' <b class="num">II</b> ὁ актер Plut.<br />сценический, театральный ([[μουσική]] Plut.): ὁ σ. [[φιλόσοφος]] Sext. = [[Εὐριπίδης]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σκηνικός -ή -όν [σκηνή] behorend tot het toneel; subst. overdr. οἱ σκηνικοί ‘toneelspelers’, aanstellers. Plut. Oth. 6.2. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:40, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν, (
A σκηνή 11) of the stage, theatrical, Plu.2.1142c; ἀγών CIG2820 A 15 (Aphrodisias), cf. SIG704 E 17 (Decret.Amphict., ii B.C.), 711 L 5 (Delph., ii B.C.), BGU1074.16 (iii A.D.); σ. φιλόσοφος, of Euripides, Ath.13.561a. Adv. -κῶς Eust.6.11. 2 Subst. σκηνικός, ὁ, actor (whereas θυμελικοί are, or include, musicians and dancers, Vitr.5.7.2), Plu. Oth.6.
German (Pape)
[Seite 895] zur Scene, Bühne gehörig, zum Theater gehörig, theatralisch; ἀγῶνες, Ath. XIV, 630, u. a. Sp., auch adv. – Bes. ὁ σκηνικός, der eigentliche Schauspieler, der auf der Scene spielt, im Ggstz zu dem in der Orchestra Singenden u. Tanzenden, θυμελικός, Plut. Oth. 6. – Nach S. Emp. adv. gramm. 288 hieß Euripides ὁ σκ. φιλόσοφος.
Greek (Liddell-Scott)
σκηνικός: -ή, -όν, (σκηνὴ ΙΙ) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν σκηνὴν, σκηνικός, θεατρικός, Πλούτ. 2. 1142Β· ἀγὼν Συλλ. Ἐπιγρ. 2820. 15· σκ. φιλόσοφος, ἐπὶ τοῦ Εὐριπίδου, Ἀθήν. 561Α. - Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 2) ὁ σκηνικός, ὑποκριτής, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν ἐκ τοῦ χοροῦ (θυμελικός), Πλουτ. Ὄθων 6· πρβλ. σκηνὴ Ι. 2.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de théâtre, scénique.
Étymologie: σκηνή.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σκηνικός, -ή, -όν, ΝΜΑ σκηνή
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σκηνή θεάτρου, θεατρικός («σκηνικό έργο» — θεατρικό έργο, όπως είναι η τραγωδία και η κωμωδία)
2. φρ. «σκηνικοί αγώνες»
(στην αρχαία Ρώμη) θεατρικές παραστάσεις συνδεδεμένες με τον εορτασμό τών δημόσιων αγώνων στις οποίες χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά από τους Ρωμαίους ελληνικές δραματικές μορφές
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σκηνικά
το σύνολο τών στοιχείων που αποσκηνικός τελούν τον διάκοσμο μιας θεατρικής σκηνής, αλλ. σκηνικός διάκοσμος
2. το ουδ. ως ουσ. το σκηνικό
μτφ. το περιβάλλον όπου εκτυλίσσεται ένα γεγονός
μσν.
το θηλ. ως ουσ. ἡ σκηνική
η ηθοποιός
μσν.-αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ σκηνικός
ο υποκριτής, ο ηθοποιός, σε αντιδιαστολή με το μέλος του χορού («ἑστῶτας παρὰ τὰς ἐπάλξεις σκηνικοὺς καὶ πυρριχιστάς», Πλούτ.)
αρχ.
φρ. «σκηνικὸς φιλόσοφος» — λεγόταν για τον Ευριπίδη επειδή φιλοσοφούσε στα έργα του Αθήν..
επίρρ...
σκηνικῶς ΜΑ
με σκηνικό τρόπο, θεατρικά.
Russian (Dvoretsky)
σκηνικός: II ὁ актер Plut.
сценический, театральный (μουσική Plut.): ὁ σ. φιλόσοφος Sext. = Εὐριπίδης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκηνικός -ή -όν [σκηνή] behorend tot het toneel; subst. overdr. οἱ σκηνικοί ‘toneelspelers’, aanstellers. Plut. Oth. 6.2.