Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σαυρωτήρ: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(4)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''σαυρωτήρ:''' ῆρος ὁ<br /><b class="num">1)</b> нижнее острие копья Hom., Her., Polyb.;<br /><b class="num">2)</b> копье Anth.
|elrutext='''σαυρωτήρ:''' ῆρος ὁ<br /><b class="num">1)</b> нижнее острие копья Hom., Her., Polyb.;<br /><b class="num">2)</b> копье Anth.
}}
{{elnl
|elnltext=σαυρωτήρ -ῆρος, ὁ [σαύρα] uiteinde van een lans, lans-schoen.
}}
}}

Revision as of 08:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαυρωτήρ Medium diacritics: σαυρωτήρ Low diacritics: σαυρωτήρ Capitals: ΣΑΥΡΩΤΗΡ
Transliteration A: saurōtḗr Transliteration B: saurōtēr Transliteration C: savrotir Beta Code: saurwth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A ferrule or spike at the butt-end of a spear, by which it was stuck into the ground, Il.10.153, Hdt.7.41, Plb.6.25.6, 11.18.4, AP6.110 (Leon. or Mnasalc.), Sch.Th.Oxy.853 v 30.

German (Pape)

[Seite 865] ῆρος, ὁ, das untere Ende der Lanze, des Speerschaftes; Il. 10, 153; Her. 7, 41 (wofür Ath. XII, 514 στύρακες sagt); Pol. 6, 25, 6. 11, 18, 4; sonst οὐρίαχος; bes. eine Art von eiserner Spitze, die Lanze. damit in die Erde zu stecken, auch im Nothfall damit zu fechten; übh. Lanze, Speer, Leon. Tar. 32 (VI, 110).

Greek (Liddell-Scott)

σαυρωτήρ: -ῆρος, ὁ, σιδήριόν τι ἢ εἶδος αἰχμῆς εἰς τὸ κάτω ἄκρον τοῦ δόρατος, δι’ οὗ ἐστήνετο εἰς τὸ ἔδαφος, οὐρίαχος, στύραξ. Ἰλ. Κ. 153, Ἡρόδ. 7. 41· πρβλ. Πολύβ. 6. 25, 6., 11. 18, 4, Ἀνθ. Π. 6. 110. ΙΙ. ὁ τύπος σαυροβρῑθής μνημονευόμενος ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. δεικνύει ὅτι σαῦρος ἐσήμαινεν ὡσαύτως σαυρωτήρ.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
pointe de fer ajustée au bas de la lance pour la fixer en terre.
Étymologie: DELG σαύρα.

English (Autenrieth)

ῆρος: a spike at the butt-end of a spear, by means of which it could be stuck in the ground, Il. 10.153†. (See cut No. 4.)

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
σιδερένια αιχμή που περιέβαλλε το κάτω άκρο του δόρατος και χρησίμευε για να καρφώνεται το δόρυ στο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαύρα + επίθημα -ωτήρ, πιθ. μέσω αμάρτυρου σαυρόω (πρβλ. τροπ-ωτήρ)].

Greek Monotonic

σαυρωτήρ: -ῆρος, ὁ, σιδερένια αιχμή στο κάτω άκρο του δόρατος, που χρησίμευε για να στερεώνεται το κοντάρι στο έδαφος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

σαυρωτήρ: ῆρος ὁ
1) нижнее острие копья Hom., Her., Polyb.;
2) копье Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαυρωτήρ -ῆρος, ὁ [σαύρα] uiteinde van een lans, lans-schoen.