ἀκοντί: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source
(1)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀκοντὶ <b>επίρρ.</b> (Α) [[ἄκων]] ΙΙ]<br />[[χωρίς]] τη [[θέληση]] κάποιου, ακούσια.
|mltxt=ἀκοντὶ <b>επίρρ.</b> (Α) [[ἄκων]] ΙΙ]<br />[[χωρίς]] τη [[θέληση]] κάποιου, ακούσια.<br />το<br />ξύλινο [[εξάρτημα]] της βάρκας, [[κοντάρι]] με αγκυλωτό [[άκρο]], που χρησιμοποιείται για την ομαλή [[προσέγγιση]] στην [[αποβάθρα]] ή για τους ελιγμούς σε ρηχά νερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[ἀκόντιον]], νεοελλ. [[ακόντιο]]].
}}
{{grml
|mltxt=το<br />ξύλινο [[εξάρτημα]] της βάρκας, [[κοντάρι]] με αγκυλωτό [[άκρο]], που χρησιμοποιείται για την ομαλή [[προσέγγιση]] στην [[αποβάθρα]] ή για τους ελιγμούς σε ρηχά νερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[ἀκόντιον]], νεοελλ. [[ακόντιο]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:02, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκοντί Medium diacritics: ἀκοντί Low diacritics: ακοντί Capitals: ΑΚΟΝΤΙ
Transliteration A: akontí Transliteration B: akonti Transliteration C: akonti Beta Code: a)konti/

English (LSJ)

Adv. of ἄκων,

   A unwillingly, Plu.Fab.5, Suid.

German (Pape)

[Seite 77] (für ἀεκοντί), ungern, Plut. Fab. 5 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκοντί: [ῑ], ἐπίρρ. τοῦ ἄκων, ἀντὶ ἀεκοντί, Πλουτ. Φάβ. 5, κτλ., ἀλλ’ οὐχὶ παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττ. (Λοβ. Φρύν. 5).

French (Bailly abrégé)

adv.
malgré soi.
Étymologie: ἄκων².

Spanish (DGE)

adv. de mala gana Plu.Fab.5, Sud.

Greek Monolingual

ἀκοντὶ επίρρ. (Α) ἄκων ΙΙ]
χωρίς τη θέληση κάποιου, ακούσια.
το
ξύλινο εξάρτημα της βάρκας, κοντάρι με αγκυλωτό άκρο, που χρησιμοποιείται για την ομαλή προσέγγιση στην αποβάθρα ή για τους ελιγμούς σε ρηχά νερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀκόντιον, νεοελλ. ακόντιο].

Greek Monotonic

ἀκοντί: [ῑ], επίρρ. του ἄκων, συνηρ. αντί ἀεκοντί, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκοντί: (ῑ) adv. против (своей) воли, неохотно (μάχεσθαι Plut.).