ἦνοψ: Difference between revisions

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
(2b)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἦνοψ:''' οπος [*ὄψ] блистающий, сверкающий: только в выражении ἤνοπι χαλκῷ Hom. сверкающей медью.
|elrutext='''ἦνοψ:''' οπος [*ὄψ] блистающий, сверкающий: только в выражении ἤνοπι χαλκῷ Hom. сверкающей медью.
}}
{{etym
|etymtx=-οπος<br />Grammatical information: adj.<br />Meaning: of <b class="b3">χαλκός</b> (Π 408, Σ 349 = κ 360), of <b class="b3">οὑρανός</b> and <b class="b3">πυρός</b> (Call. Fr. [[anon]]. 24, 28); also PN (Il.). Meaning already in antiquity debated, cf. H.: <b class="b3">ἤνοπα λαμπρόν</b>, <b class="b3">πάνυ ἔνηχον</b>, <b class="b3">διαφανῆ</b>.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Formation in <b class="b3">-οψ</b> (Schwyzer 426, Chantraine Formation 258), but further unclear; orig. <b class="b3">*Ϝῆν-οψ</b> (Chantraine Gramm. hom. 1, 152); cf. <b class="b3">νῶρ-οψ</b>, <b class="b3">αἶθ-οψ</b>, also of <b class="b3">χαλκός</b>, but without interpretation. Several hypotheses in Bezzenberger BB 1, 338, Reichelt KZ 39, 67, Charpentier KZ 40, 452 n. 2, Froehde BB 18, 63, Stokes BB 20, 223 (cf. Bq.); s. also Kuiper MAWNed. NR. 14 : 5, 27 n. 2.
}}
}}

Revision as of 01:25, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἦνοψ Medium diacritics: ἦνοψ Low diacritics: ήνοψ Capitals: ΗΝΟΨ
Transliteration A: ē̂nops Transliteration B: ēnops Transliteration C: inops Beta Code: h)=noy

English (LSJ)

οπος, ὁ, ἡ, perh.

   A gleaming, ἤνοπι χαλκῷ Il.16.408, 18.349, Od.10.360; οὐρανός Call.Fr.anon.24; πυρός ib.28. (Expld. as,= ἄν-οψ, not to be looked at, dazzling, by Scholl.in Lexx., but ϝῆνοψ is prob. in Hom.)

German (Pape)

[Seite 1173] οπος, Il. 16, 408. 18, 349 Od. 10, 360 in der Vrbdg ἤνοπι χαλκῷ, οὐρανὸς ἦνοψ poet. bei Suid. v. ἔνδιος, nach Einigen funkelnd, für ἄνοψ, was man vor Glanz nicht ansehen kann, oder mit ἔνοπτρον zusammenhangend, spiegelblank; unwahrscheinlicher von ὄψ abgeleitet, ἔνηχος, helltönend, womit das von Suid. erwähnte ἤνοπα πυρὸν ἔδουσιν nicht zu vereinigen ist. Vgl. νῶροψ.

Greek (Liddell-Scott)

ἦνοψ: -οπος, ὁ, ἡ, ἐν Ὁμ. Ἰλ. Π. 408, Σ. 349, Ὀδ. Κ. 360, ἀείποτε ἐν τῇ φράσει, ἤνοπι χαλκῷ, μὲ λάμποντα, ἀκτινοβόλον χαλκόν. Οἱ ἀρχαῖοι ἐξελάμβανον αὐτὸ ὡς = ἄνοψ, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ προσβλέψῃ διὰ τὴν λαμπρότητα, θαμβερός, πρβλ. νῶροψ. Ὁ Σουΐδ. ἐν λέξ. ἔνδιος, ἦνοψ, ἀναφέρει αὐτὸ καὶ ὡς ἐπίθ. τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοῦ πυροῦ (σίτου).

French (Bailly abrégé)

οπος (ὁ, ἡ)
à l’aspect brillant, éclatant.
Étymologie: pour *Ϝῆνοψ, d’une R. Ϝαν, Ϝα, briller, et ὀπ-, voir.

English (Autenrieth)

οπος (ϝῆνοψ): bright, gleaming, χαλκός.

Greek Monolingual

ἦνοψ, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που λάμπει, λαμπρός («ἤνοπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < Fήν-οψ, με ανερμήνευτο το Fηv-. Η κατάληξη -οψ < οψ «όψη», πρβλ. αίθ-οψ, νώροψ κ.ά. με παρεμφερή σημασία με το ήνοψ. Ως επίθ. η λ. προσδιορίζει συνήθως τα: χαλκός, ουρανός, πυρ,-ός. Σύμφωνα με τη γλώσσα του Ησύχ. επίσης: ἤνοπα
λαμπρόν, πάνυ ἔνηχον, διαφανῆ).

Greek Monotonic

ἦνοψ: -οπος, ὁ, ἡ, στον Όμηρ., πάντοτε στη φράση ἤνοπι χαλκῷ, με χαλκό που λάμπει και ακτινοβολεί (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἦνοψ: οπος [*ὄψ] блистающий, сверкающий: только в выражении ἤνοπι χαλκῷ Hom. сверкающей медью.

Frisk Etymological English

-οπος
Grammatical information: adj.
Meaning: of χαλκός (Π 408, Σ 349 = κ 360), of οὑρανός and πυρός (Call. Fr. anon. 24, 28); also PN (Il.). Meaning already in antiquity debated, cf. H.: ἤνοπα λαμπρόν, πάνυ ἔνηχον, διαφανῆ.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation in -οψ (Schwyzer 426, Chantraine Formation 258), but further unclear; orig. *Ϝῆν-οψ (Chantraine Gramm. hom. 1, 152); cf. νῶρ-οψ, αἶθ-οψ, also of χαλκός, but without interpretation. Several hypotheses in Bezzenberger BB 1, 338, Reichelt KZ 39, 67, Charpentier KZ 40, 452 n. 2, Froehde BB 18, 63, Stokes BB 20, 223 (cf. Bq.); s. also Kuiper MAWNed. NR. 14 : 5, 27 n. 2.