κύρτος: Difference between revisions
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
(2) |
m (Text replacement - "''' ὁ<b class="num">1)" to "''' ὁ<br /><b class="num">1)") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κύρτος:''' ὁ<b class="num">1)</b> верша (κύρτοι καὶ δίκτυα Plat.);<br /><b class="num">2)</b> клетка (φυλάττειν ἐν τοῖς κύρτοις Arst.; ψιττακὸς ἀφεὶς κύρτον Anth.). | |elrutext='''κύρτος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> верша (κύρτοι καὶ δίκτυα Plat.);<br /><b class="num">2)</b> клетка (φυλάττειν ἐν τοῖς κύρτοις Arst.; ψιττακὸς ἀφεὶς κύρτον Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 20:20, 4 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A = κύρτη 1, Sapph.120, Pl.Sph.220c, POxy.520.20 (ii A.D.); τῷ τοῦ κ. πλέγματι Pl.Ti.79d; μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις weels that secure a lazy prey for men whether asleep or awake, Id.Lg.823e (hence prov. εὕδοντι κ. αἱρεῖ Diogenian.4.65), cf. Lib.Ep.86.1; κύρτῳ θηρεύουσι τοὺς ἰχθῦς Arist. HA603a7. 2 bird-cage, λυγοτευχής AP9.562 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 1538] ὁ, eigtl. alles aus Binsen Geflochtene; bes. Fischerreuse, ἀγγεῖον σχοινῶδες, ᾧ οἱ ἁλιεῖς χρῶνται, Hesych., wie Schol. Il. 2, 218 u. Tim. lex. Plat.; Plat. vrbt κύρτους καὶ δίκτυα, Soph. 200 c; τῷ τοῦ κύρτου πλέγματι Tim. 79 d, vgl. Legg. VII, 823 e; Sp., ἰχθύων κύρτος Anacr. 56, 27; καὶ τῶν κύρτων τὸ ἀδιέξοδον Luc. de merc. cond. 3; Zenob. 4, 8 sprichwörtlich εὕδοντι κύρτος αἱρεῖ, denn Nachts singen sich darin die Fische. – Auch = Käfig, Vogelbauer, κύρτον λυγοτευχέα ἀφεὶς ψιττακός Crinag. 27 (IX, 562). – Vgl. κύρτη und κυρτός.
Greek (Liddell-Scott)
κύρτος: ὁ, = κύρτη, Σαπφὼ 139, Πλάτ. Σοφιστ. 220C· τῷ τοῦ κύρτου πλέγματι ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 79D· μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κ., μὲ ἁλιευτικοὺς καλάθους ἀγρεύοντας ἡμέραν καὶ νύκτα, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 823Ε· κύρτῳ θηρεύειν τούς ἰχθῦς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 20, 4, κτλ. 2) κλωβίον πτηνοῦ, Λατ. cavea, λυγοτευχὴς Ἀνθ. Π. 9. 562.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
nasse de pêcheur.
Étymologie: κυρτός.
Greek Monolingual
και κιούρτος, ο (Α κύρτος)
η κύρτη, καλάθι ψαρέματος, ψαροκάλαθο με στενό λαιμό («καὶ ὅταν πάγος ᾖ ἐκ τούτου κύρτῳ θηρεύουσι τοὺς ἰχθῡς», Αριστοτ.)
αρχ.
πλεγμένο κλουβί πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα krt- της ΙΕ ρίζας kert- «τραβώ, σύρω» με διαφορετική αντιπροσώπευση του -r- (-υρ- αντί -αρ-). Ο τ. συνδέεται με το αρχ. ινδ. kata- «δικτυωτή κιγκλίδα, ψάθα», το αρχ. άνω γερμ. hurt «μάνδρα, το λατ. cratis «δικτυωτή κιγκλίδα» και με τον τ. κάρταλλος. Κατ' άλλους, ο τ. είναι μετονοματικό παρ. του επιθ. κυρτός, υπόθεση ελάχιστα πιθανή.
ΠΑΡ. κύρτη
αρχ.
κυρτεύς, κυρτία, κυρτίδιον, κυρτίς.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κυρτοβόλος, κυρτοκάπηλος.
Greek Monotonic
κύρτος: ὁ,
1. = το προηγ., σε Πλάτ.
2. κλουβί πουλιών, Λατ. cavea, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κύρτος: ὁ
1) верша (κύρτοι καὶ δίκτυα Plat.);
2) клетка (φυλάττειν ἐν τοῖς κύρτοις Arst.; ψιττακὸς ἀφεὶς κύρτον Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κύρτος -ου, ὁ (vis)net, fuik.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: weel, lobster pot (Sapph., Pl., Arist., pap.), also bird-cage (AP);
Compounds: Comp. κυρτο-βόλος fisherman (Smyrna).
Derivatives: κύρτη f. bird-cage (Archil.), bow-net (Hdt., D. S.), strainer (Nic.). Diminut. κυρτίς strainer (Nic., Dsc., Opp.), -ίδιον strainer (Dsc.); also κυρτίον name of an unknown chariot-part (Poll. 1, 143). Further κυρτία wicker shield (D. S.), κυρτεύς fisherman (Herod., Opp.) with κυρτευτής id. (AP) and κυρτεία fishing with the bow-net (Ael.) from *κυρτεύω or analogically after ἁλι-ευτής, -εία; cf. Boßhardt Die Nom. auf -ευς 68. Here further κυρσερίδες τὰ τῶν μελισσῶν ἀγγεῖα, κυψελίδες H., from *κυρσέρα(?), after κρησέρα fine sieve; Grošelj Živa Ant. 3, 202.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: One assumed IE. *kr̥t-o- (Schwyzer 351), but κάρταλ(λ)ος is Pre=Greek. One connects also Skt. káṭa- m. wicker-work, mat (prob. wrongly). Further there is a western term for wicker-work, hurdle in Germ., e.g. OHG hurt, pl. hurdi, for which one assumes IE. *kr̥t-i-, and Lat. crātis, but this would point to a disyllabic root (*krHti-), for which there is further no evidence. A primary verb is supposed in the nasal present kr̥-ṇá-t-ti spin with kart-tar- m. spinner. Further W.-Hofmann s. crātis, Feist Et. Wb. d. got. Spr. s. haúrds, Pok. 584f. - Quite diff. Müller-Graupa Glotta 31, 132: κύρτος prop. wicker-work, substantivized from κυρτός. This simple interpretation presupposes, that κυρτός prop. means tristed, twined (after M. -G. crooked, bent), what fits badly to the facts, or that κύρτος prop. meant vaulted, bellied. So there is no convincing etymology. If κυρσ-ερ- belongs here, the word is rather Pre-Greek. Fur. 258 compares Hitt. kurtal(i)- container of wood or wicker-work. -