επιθύω: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(13) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἐπιθύω]] (AM)<br />[[θυσιάζω]] [[μετά]] από [[άλλη]] [[θυσία]] («τέλεον νεαροῖς ἐπιθύσας», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θυσιάζω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐπιθύομαι</i><br />[[σκοτώνω]] κάποιον για κάποιον σκοπό («πότερον οὖν Νέρωνι Γάλβαν ἐπιθυσώμεθα;», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καίω]] [[θυμίαμα]] («καὶ ἀνέβη ἐπὶ τὸ [[θυσιαστήριον]] τοῦ ἐπιθῦσαι», ΠΔ)<br /><b>4.</b> <b>γεν.</b> [[προσφέρω]], [[προσκομίζω]] ως [[προσφορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>θύω</i> (I) «[[θυσιάζω]]»]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἐπιθύω]] (AM)<br />[[θυσιάζω]] [[μετά]] από [[άλλη]] [[θυσία]] («τέλεον νεαροῖς ἐπιθύσας», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θυσιάζω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐπιθύομαι</i><br />[[σκοτώνω]] κάποιον για κάποιον σκοπό («πότερον οὖν Νέρωνι Γάλβαν ἐπιθυσώμεθα;», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καίω]] [[θυμίαμα]] («καὶ ἀνέβη ἐπὶ τὸ [[θυσιαστήριον]] τοῦ ἐπιθῦσαι», ΠΔ)<br /><b>4.</b> <b>γεν.</b> [[προσφέρω]], [[προσκομίζω]] ως [[προσφορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>θύω</i> (I) «[[θυσιάζω]]»].<br /><b>(II)</b><br />[[ἐπιθύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[τρέχω]] με [[ορμή]], [[σπεύδω]] [[κάπου]] («ὡς ἄν ἐπιθύσαντες ἑλοίμεθα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐπιθύομαι</i><br />(για ποταμό) [[κατακλύζω]]<br /><b>3.</b> (με απρμφ.) [[προσπαθώ]] με όλες μου τις δυνάμεις να [[κάνω]] [[κάτι]] («ἐρύσσασθαι... Τρῶες ἐπιθύουσι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (για διαθέσεις) [[παρορμώ]], [[προτρέπω]] έντονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>θύω</i> (II) «κινούμαι [[γρήγορα]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:12, 8 January 2019
Greek Monolingual
(I)
ἐπιθύω (AM)
θυσιάζω μετά από άλλη θυσία («τέλεον νεαροῖς ἐπιθύσας», Αισχύλ.)
αρχ.
1. θυσιάζω πάνω σε κάτι
2. μέσ. ἐπιθύομαι
σκοτώνω κάποιον για κάποιον σκοπό («πότερον οὖν Νέρωνι Γάλβαν ἐπιθυσώμεθα;», Πλούτ.)
3. καίω θυμίαμα («καὶ ἀνέβη ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον τοῦ ἐπιθῦσαι», ΠΔ)
4. γεν. προσφέρω, προσκομίζω ως προσφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θύω (I) «θυσιάζω»].
(II)
ἐπιθύω (Α)
1. τρέχω με ορμή, σπεύδω κάπου («ὡς ἄν ἐπιθύσαντες ἑλοίμεθα», Ομ. Οδ.)
2. μέσ. ἐπιθύομαι
(για ποταμό) κατακλύζω
3. (με απρμφ.) προσπαθώ με όλες μου τις δυνάμεις να κάνω κάτι («ἐρύσσασθαι... Τρῶες ἐπιθύουσι», Ομ. Ιλ.)
4. (για διαθέσεις) παρορμώ, προτρέπω έντονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θύω (II) «κινούμαι γρήγορα»].