ἀνόστητος: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
(1)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀνόστητος:''' из которого нет возврата ([[χῶρος]] ἐνέρων Anth.).
|elrutext='''ἀνόστητος:''' из которого нет возврата ([[χῶρος]] ἐνέρων Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νοστέω]]<br />[[whence]] [[none]] [[return]], Anth.
}}
}}

Revision as of 11:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνόστητος Medium diacritics: ἀνόστητος Low diacritics: ανόστητος Capitals: ΑΝΟΣΤΗΤΟΣ
Transliteration A: anóstētos Transliteration B: anostētos Transliteration C: anostitos Beta Code: a)no/sthtos

English (LSJ)

ον,

   A unreturning, Orph.A.1269.    II whence none return, χῶρος ἐνέρων AP7.467 (Antip. Sid.), cf. Opp.H.3.586, etc.

German (Pape)

[Seite 242] 1) nicht zurückkehrend, Orph. Arg. 1269. – 2) woraus man nicht zurückkehren kann, Ant. Sid. 110 (VII, 467); χῶρος ἐνέρων Opp. H. 3, 586. 4, 108; Man. 1, 193.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνόστητος: -ον, ὁ μὴ ἐπανερχόμενος, Ὀρφ. Ἀργ. 1268. ΙΙ. ὁ τόπος ἐξ οὗ δὲν δύναταί τις νὰ ἐπανέλθῃ, ἐς τὸν ἀνόστητον χῶρον ἔβης ἐνέρων Ἀνθ. Π. 7. 467, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 3. 586, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ne revient pas;
2 d’où l’on ne revient pas.
Étymologie: ἀ, νοστέω.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no regresa Orph.A.1269.
2 de donde no se regresa ἐς τὸν ἀ. χῶρον ἔβης ἐνέρων AP 7.467 (Antip.Sid.), cf. Trag.Adesp.658.17, λόχος Opp.H.3.586, el Hades, Nonn.D.30.159, Par.Eu.Io.2.22, κόλποι Nonn.Par.Eu.Io.5.25, τύμβοι Nonn.Par.Eu.Io.5.28.

Greek Monolingual

ἀνόστητος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν γυρίζει πίσω
2. (για τόπο) εκείνος από τον οποίο δεν μπορεί να ξαναγυρίσει κανείςἀνόστητος χῶρος ἐνέρων» — για τον Αδη).

Greek Monotonic

ἀνόστητος: -ον (νοστέω), τόπος απ' όπου δεν επιστρέφει κανείς, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνόστητος: из которого нет возврата (χῶρος ἐνέρων Anth.).

Middle Liddell

νοστέω
whence none return, Anth.