προκύων: Difference between revisions

From LSJ

τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?

Source
(4)
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-υνός, ο, ΝΑ<br />[[λόγια]] [[ονομασία]] του [[διπλού]] αστέρα α, ο [[οποίος]] ανήκει στον αστερισμό του Μικρού Κυνός, [[είναι]] ο [[τρίτος]] [[κατά]] [[σειρά]] λαμπρότερος [[αστέρας]] του ουρανού και ήταν [[γνωστός]] από τους αρχαιότατους χρόνους, [[αφού]] η [[ονομασία]] του αναφέρεται σε [[κείμενα]] του Πτολεμαίου και του Αράτου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[αστέρας]] [[Σείριος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κόλακας]] που ακολουθεί κάποιον δουλικά, σαν [[σκυλάκι]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ πρόκυνες</i><br />άνεμοι που προηγούνται της επιτολής του Σειρίου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «πικροί Καλλιμάχου πρόκυνες» — σκωπτική [[ονομασία]] τών γραμματικών, οι οποίοι έμοιαζαν με σκυλιά άγρια που δαγκώνουν (<b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κύων]], <i>κυνός</i> «[[σκύλος]]»].———————— <b>(II)</b><br />-υνός, ο, Ν<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] συγγενών με τις αρκούδες σαρκοφάγων θηλαστικών της Αμερικής τα οποία ανήκουν στην [[οικογένεια]] [[προκυονίδες]] και [[είναι]] γνωστά με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[ρακούν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>Procyon</i> (<span style="color: red;"><</span> [[Προκύων]] «<i>ο</i> [[αστέρας]] [[Σείριος]]»].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-υνός, ο, ΝΑ<br />[[λόγια]] [[ονομασία]] του [[διπλού]] αστέρα α, ο [[οποίος]] ανήκει στον αστερισμό του Μικρού Κυνός, [[είναι]] ο [[τρίτος]] [[κατά]] [[σειρά]] λαμπρότερος [[αστέρας]] του ουρανού και ήταν [[γνωστός]] από τους αρχαιότατους χρόνους, [[αφού]] η [[ονομασία]] του αναφέρεται σε [[κείμενα]] του Πτολεμαίου και του Αράτου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[αστέρας]] [[Σείριος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κόλακας]] που ακολουθεί κάποιον δουλικά, σαν [[σκυλάκι]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ πρόκυνες</i><br />άνεμοι που προηγούνται της επιτολής του Σειρίου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «πικροί Καλλιμάχου πρόκυνες» — σκωπτική [[ονομασία]] τών γραμματικών, οι οποίοι έμοιαζαν με σκυλιά άγρια που δαγκώνουν (<b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κύων]], <i>κυνός</i> «[[σκύλος]]»].<br /> <b>(II)</b><br />-υνός, ο, Ν<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] συγγενών με τις αρκούδες σαρκοφάγων θηλαστικών της Αμερικής τα οποία ανήκουν στην [[οικογένεια]] [[προκυονίδες]] και [[είναι]] γνωστά με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[ρακούν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>Procyon</i> (<span style="color: red;"><</span> [[Προκύων]] «<i>ο</i> [[αστέρας]] [[Σείριος]]»].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''προκύων:''' κῠνος ὁ брехливый пес Anth.
|elrutext='''προκύων:''' κῠνος ὁ брехливый пес Anth.
}}
}}

Revision as of 11:55, 9 January 2019

German (Pape)

[Seite 732] κυνος, ὁ, s. nom. pr.; Antiphan. 5 (XI, 322) nennt die Grammatiker spöttisch πικροὶ Καλλιμάχου πρόκυνες, die bittern, kleinen Kläffer, κύνες. – Für Schmeichler aber wird jetzt richtiger πρόσκυνες geschrieben, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

πρόκυνος (ὁ) :
chien qui se porte en avant :
1 aboyeur;
2 chien couchant, flatteur ou parasite.
Étymologie: πρό, κύων.

Greek Monolingual

(I)
-υνός, ο, ΝΑ
λόγια ονομασία του διπλού αστέρα α, ο οποίος ανήκει στον αστερισμό του Μικρού Κυνός, είναι ο τρίτος κατά σειρά λαμπρότερος αστέρας του ουρανού και ήταν γνωστός από τους αρχαιότατους χρόνους, αφού η ονομασία του αναφέρεται σε κείμενα του Πτολεμαίου και του Αράτου
αρχ.
1. ο αστέρας Σείριος
2. μτφ. κόλακας που ακολουθεί κάποιον δουλικά, σαν σκυλάκι
3. στον πληθ. οἱ πρόκυνες
άνεμοι που προηγούνται της επιτολής του Σειρίου
4. φρ. «πικροί Καλλιμάχου πρόκυνες» — σκωπτική ονομασία τών γραμματικών, οι οποίοι έμοιαζαν με σκυλιά άγρια που δαγκώνουν (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κύων, κυνός «σκύλος»].
(II)
-υνός, ο, Ν
ζωολ. γένος συγγενών με τις αρκούδες σαρκοφάγων θηλαστικών της Αμερικής τα οποία ανήκουν στην οικογένεια προκυονίδες και είναι γνωστά με την κοινή ονομασία ρακούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. Procyon (< Προκύων «ο αστέρας Σείριος»].

Russian (Dvoretsky)

προκύων: κῠνος ὁ брехливый пес Anth.