πηρός: Difference between revisions
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
(1ba) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πηρός:''' <b class="num">1)</b> слепой Hom.;<br /><b class="num">2)</b> увечный (π. γυίοις Anth.);<br /><b class="num">3)</b> перен. бессильный, немощный (οἱ λογισμοί Luc.). | |elrutext='''πηρός:'''<br /><b class="num">1)</b> слепой Hom.;<br /><b class="num">2)</b> увечный (π. γυίοις Anth.);<br /><b class="num">3)</b> перен. бессильный, немощный (οἱ λογισμοί Luc.). | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 12:42, 9 January 2019
English (LSJ)
(Dor. πᾱρός implied in ἔμπαρος, παρόω, qq.v.), ά, όν,
A disabled in a limb, maimed, αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν [the Muses] made him helpless or blind (cf. Aesop.57), Il.2.599; πηρὸς ὁ μὲν γυίοις, ὁ δ' ἄρ' ὄμμασι AP9.11 (Phil. or Isid.); πηραὶ τὰ σκέλεα Hp.Mul.2.131. 2 of the mind, Semon.7.22; ἀμβλεῖς καὶ π. Ph.1.624; π. τῷ νῷ Sch.Ar.Pl.48; πηροὶ οἱ λογισμοί Luc.Am.46.
German (Pape)
[Seite 611] an irgend einem Gliede gelähmt, verstümmelt, gebrechlich, debilis; bes. von Schwäche der Sinnenwerkzeuge, blind, Il. 2, 599 (Schol. ὁ κατά τι μέρος τοῦ σώματος βεβλαμμένος); u. so bei Sp., z. B. S. Emp. oft, vgl. VLL.; nach Hesych. auch – stumm; u. übertr., βεβλαμμένος τὴν διάνοιαν, stumpf-, blödsinnig, oft in der Anth.
Greek (Liddell-Scott)
πηρός: -ή, -όν, ὁ κατά τι μέρος τοῦ σώματος βεβλαμμένος, Λατ. mancus, αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν, [αἱ Μοῦσαι] κατέστησαν αὐτὸν ἀνίκανον, ἢ κατά τινας τυφλόν, Ἰλ. Β. 599, ἔνθα ἴδε Σχολ.· πηρὸς ὁ μὲν γυίοις, ὁ δ’ ἄρ’ ὄμμασι Ἀνθ. Π. 9. 11· πηραὶ τὰ σκέλεα Ἱππ. 647. 46. 2) ἐπὶ τοῦ νοῦ, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 22· ἀμβλεῖς καὶ π. Φίλων 1. 624· π. τῷ νῷ Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 48· πηροὶ οἱ λογισμοὶ Λουκ. Ἔρωτ. 46.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
estropié, privé de l’usage d’un membre ; particul. aveugle.
Étymologie: apparenté à πείρω, percer, mutiler ; sel. d’autres, p. *παϜρός, de la R. ΠαϜ, frapper ; v. παίω.
English (Autenrieth)
lame, mutilated; blind in Il. 2.599†.
Greek Monolingual
-ά, -όν, Α
1. αυτός που έχει ακρωτηριασμένο ένα μέλος του σώματός του, ανάπηρος, σακάτης («πηρὸς ὁ μὲν γυίοις, ὁ δ' ἄρ' ὄμμασι», Ανθ. Παλ.)
2. συνεκδ. ο πνευματικά ανάπηρος, ο διανοητικά ελαττωματικός, κουτός («ἀμβλεῑς καὶ πηροὶ», Φίλ.)
3. (για σκέψεις) ανόητος («πηροὶ οἱ λογισμοί», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ., άγνωστης ετυμολ., όπως συμβαίνει συχνά με λ. που αναφέρονται σε ατέλειες, αδυναμίες του σώματος. Έχει προταθεί η σύνδεση του πηρός με τη λ. πῆμα, η οποία, όμως, προσκρούει στην παρουσία μακρού -ᾱ- στους τ. πᾱρῶ / πηρῶ, πᾶρος / πῆρος. Στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε να υποθέσουμε ότι το -α- του κρητικού τ. παρῶ είναι βραχύ, ενώ το μακρό -ᾱ- του πᾶρος οφείλεται σε μετρικούς λόγους. Το επίθ. πηρός είχε αρχικά τη σημ. «ασθενής, αδύναμος, ανάπηρος» και γενικότερα «αυτός που έχει ακρωτηριασμένο ένα μέλος», και μέσα από τη σημ. αυτή απέκτησε αργότερα και τη σημ. «τυφλός», η οποία δεν απαντά στον Όμηρο].
Greek Monotonic
πηρός: -ή, -όν, ανάπηρος σ' ένα μέλος, ακρωτηριασμένος, Λατ. mancus, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πηρός -ά -όν verminkt, ook geestelijk:. πηροὶ οἱ τῆς διανοίας λογισμοί; (wiens) verstandelijk redeneren (is zo) onzinnig [Luc.] 49.46.
Russian (Dvoretsky)
πηρός:
1) слепой Hom.;
2) увечный (π. γυίοις Anth.);
3) перен. бессильный, немощный (οἱ λογισμοί Luc.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: suffering from an infirmity, of the eyes blind (on this Fraenkel KZ 72, 182), of the limbs lame etc. (B 599, Semon., Hp., Luc.).
Other forms: Att. πῆρος after Hdn. Gr. 1, 190; cf. Schwyzer 383).
Compounds: Compp., e.g. πηρο-μελής crippled (AP), ἄ-πηρος unmaimed (Hdt.; Frisk Adj. priv. 13), opposite ἔμ-πηρος maimed, crippled (Hdt., Hp.; Strömberg Prefix Studies 122), ἔμπαρος ἔμπληκτος H.; with transition to the σ-stems ἀπηρής (A. R.), ἀπαρές ὑγιές, ἀπήρωτον. H.
Derivatives: Enlarged πηρώδης H. s. γυιός (beside νοσώδης). Denomin. πηρόομαι, -όω, Dor. παρ-, to be maimed, to maim (IA., Gortyn) with πήρ-ωσις f. maiming (IA.), -ωμα n. id., also maimed animal (Arist., Gal.). Backformation πᾶρος n. infirmity (Alc.; uncertain); cf. κῦρος, μάκρος.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Isolated. The usual connection with πῆμα (e.g. Bq, WP. 2, 8, Pok. 792), fails, as Wackernagel Unt. 235 n. 2 notes, from the vocalism: Dor. παρόω (Gortyn) etc. against πῆμα (Pi., S. in lyr.).
Middle Liddell
!πηρός, ή, όν
disabled in a limb, maimed, Lat. mancus, Il., Anth.