διαβαστάζω: Difference between revisions
ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives
(1b) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διαβαστάζω:''' взвешивать в руке, определять (на вес) (τὸ [[βάρος]] Luc.; sc. τὴν ὁλκὴν τοῦ χρυσίου Plut.). | |elrutext='''διαβαστάζω:''' взвешивать в руке, определять (на вес) (τὸ [[βάρος]] Luc.; sc. τὴν ὁλκὴν τοῦ χρυσίου Plut.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />to [[weigh]] in the [[hand]], [[estimate]], Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:10, 9 January 2019
English (LSJ)
A carry over, Aq.Is.51.18, Sm.Ex.15.13:—Pass., Vett. Val.162.28. II weigh in the hand, estimate, Plu.Dem.25, Luc.Ep.Sat.33. 2 contain, Vett. Val.222.1.
Greek (Liddell-Scott)
διαβαστάζω: μέλλ. -άσω, μεταφέρω εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, Ἀκύλ. Παλ. Διαθ. κτλ. ΙΙ. δοκιμάζω τὸ βάρος πράγματός τινος ἐν τῇ χειρί, ἐκτιμῶ τι, Πλούτ. Δημοσθ. 25, Λουκ. Ἐπ. Κρον. 33. ΙΙΙ. ὑποφέρω τι μέχρι τέλους Ἰω. Χρυσ. Ὁμ. IV (Α΄ π. Κορ.) 32 D.
French (Bailly abrégé)
soupeser, peser ; évaluer.
Étymologie: διά, βαστάζω.
Spanish (DGE)
1 sopesar διαβαστάσαντα τὴν ὁλκὴν τοῦ χρυσίου σκέψασθαι Plu.Dem.25, cf. Luc.Sat.33, τὸ ἀνθηρότατον Vett.Val.211.5
•alzar, levantar en brazos A.Andr.et Matt.16
•llevar, transportar ἡ κινητικὴ τοῦ ἐλέφαντος αἰτία, τηλικοῦτόν γε ὄγκον διαβαστάζουσα S.E.M.9.116, cf. Aq.Is.51.18, Sm.Ex.15.13, en v. pas. τὸ ὕδωρ διαβασταζόμενον ἐκ τῆς γῆς Vett.Val.154.11, cf. Eus.M.23.373A.
2 fig. sostener, sustentar ἐν τῇ ἀλγηδόνι ὄντα τὸν ἀδελφὸν διαβαστάζων Ath.Al.M.28.585C, τὴν τοῦ θεοῦ ἐκκλησίαν Eus.Is.49.23, cf. Chrys.M.51.51, (στύλοι) οἱ τὸν τῆς σοφίας οἶκον διαβαστάζοντες Gr.Nyss.Hom.in Cant.417.19
•soportar, aguantar τὰ ἀσθενέστερα (τῶν μελῶν) Basil.M.31.1421B
•en v. med. mismo sent. τὸ σῶμα ἀναπαύλαις διαβασταζόμενον παρίεται el cuerpo marcha aguantando a base de momentos de reposo por op. al alma que no puede cansarse, Clem.Al.Paed.2.9, ἂν ... ἐκεῖνα βλαβῇ, καὶ διαβαστάζεται καὶ πρὸς ὑγιείαν ἐπάνεισι si aquéllos (el ojo o la nariz) son dañados, resisten y sanan Chrys.M.61.259, cf. Epiph.Const.Haer.59.4.8.
Greek Monolingual
διαβαστάζω (AM)
1. διαβιβάζω
2. εκτιμώ το βάρος αντικειμένου ζυγίζοντας το με το χέρι
3. υπομένω μέχρι τέλος
4. περιλαμβάνω
5. παθ. υποβαστάζομαι.
Greek Monotonic
διαβαστάζω: ζυγίζω, υπολογίζω με το χέρι, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
διαβαστάζω: взвешивать в руке, определять (на вес) (τὸ βάρος Luc.; sc. τὴν ὁλκὴν τοῦ χρυσίου Plut.).