προσκεφάλαιον: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
(nl)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προσκεφάλαιον -ου, τό [πρός, κεφαλή] hoofdkussen, kussen.
|elnltext=προσκεφάλαιον -ου, τό [πρός, κεφαλή] hoofdkussen, kussen.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[προσκεφάλαιον]], ου, τό,<br />a [[cushion]] for the [[head]], [[pillow]], Ar., etc.:—then, [[generally]], any [[cushion]], Theophr.
}}
}}

Revision as of 14:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκεφᾰλαιον Medium diacritics: προσκεφάλαιον Low diacritics: προσκεφάλαιον Capitals: ΠΡΟΣΚΕΦΑΛΑΙΟΝ
Transliteration A: proskephálaion Transliteration B: proskephalaion Transliteration C: proskefalaion Beta Code: proskefa/laion

English (LSJ)

τό,

   A cushion for the head, pillow, Hp.Fract.16, Ar.Pl. 542, Lys.12.18, etc.: generally, any cushion, Cratin.269, Hermipp. 54, Thphr.Char.2.11, PCair.Zen.92.22 (iii B.C.), LXX Ez.13.18, Ev.Marc.4.38, etc.: Dor. ποτικεφάλαιον IG5(1).1390.23 (Andania, i B.C.); also ποικεφ-, Schwyzer 323 C 30 (Delph.).    II name for a treasure-chamber of the Persian kings, Chares 2 J.

German (Pape)

[Seite 769] τό, Kopfkissen; Ar. Ach. 1090; Plat. Rep. I, 328 c; Lys. 12, 18; Sp., wie Luc. Asin. 3; auch Sitzkissen, προσκεφαλαίων θέσις, Aesch. 2, 111; Cratin. bei Poll. 10, 40; vgl. Plut. Alex. 58 u. Theophr. char. 2.

Greek (Liddell-Scott)

προσκεφάλαιον: τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «προσκέφαλον» πρὸς στήριξιν τῆς κεφαλῆς κυρίως, Ἱππ. Ἀγμ. 763, Ἀριστοφ. Πλ. 542, Λυσ. 121. 37, κτλ.· ― ἀκολούθως καθόλου καὶ ἐπὶ ἄλλων χρήσεων ὡς ἡ λέξις «μαξιλάρι», = ναυτικὸν ὑπηρέσιον Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 18, Ἕρμιππος ἐν «Στρατιώτῃ» 5, πρβλ. Θεοφρ. Χαρ. 2· ― πρβλ. ποτίκρανον. ΙΙ. προσκεφάλαιον βασιλικόν, οὕτως ἐκαλεῖτο οἴκημά τι πλησίον τῆς κεφαλῆς τῆς κλίνης τοῦ Βασιλέως τῶν Περσῶν, ἐν ᾧ ἔκειντο διὰ παντὸς πεντακισχίλια τάλαντα χρυσίου, Χάρης ὁ Μυτιληναῖος παρ’ Ἀθην. 514F

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
oreiller ; postér. coussin en gén.
Étymologie: πρός, κεφαλή.

English (Strong)

neuter of a presumed compound of πρός and κεφαλή; something for the head, i.e. a cushion: pillow.

English (Thayer)

προσκεφαλαιου, τό (from πρός (which see IV:3) and the adjective κεφάλαιος (cf. κεφάλαιον)), a pillow, a cushion: Aristophanes, Plato, Plutarch, others.)

Greek Monotonic

προσκεφάλαιον: τό, μαξιλάρι για το κεφάλι, προσκέφαλο, σε Αριστοφ. κ.λπ.· έπειτα, γενικά, οποιοδήποτε μαξιλάρι, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

προσκεφάλαιον: (φᾰ) τό подушка Arph., Lys., Plat. etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσκεφάλαιον -ου, τό [πρός, κεφαλή] hoofdkussen, kussen.

Middle Liddell

προσκεφάλαιον, ου, τό,
a cushion for the head, pillow, Ar., etc.:—then, generally, any cushion, Theophr.