δυσπαραίτητος: Difference between revisions

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
(2)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''δυσπαραίτητος:''' не внемлющий просьбам, неумолимый (φρένες Aesch.; [[ὀργή]] Polyb.; δ. καὶ [[δυσαπότρεπτος]] Plut.).
|elrutext='''δυσπαραίτητος:''' не внемлющий просьбам, неумолимый (φρένες Aesch.; [[ὀργή]] Polyb.; δ. καὶ [[δυσαπότρεπτος]] Plut.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]παραίτητος, ον [[παραιτέομαι]]<br />[[hard]] to [[move]] by [[prayer]], [[inexorable]], Aesch., Plut.
}}
}}

Revision as of 15:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπαραίτητος Medium diacritics: δυσπαραίτητος Low diacritics: δυσπαραίτητος Capitals: ΔΥΣΠΑΡΑΙΤΗΤΟΣ
Transliteration A: dysparaítētos Transliteration B: dysparaitētos Transliteration C: dysparaititos Beta Code: dusparai/thtos

English (LSJ)

ον,

   A hard to move by prayer, inexorable, φρένες A. Pr.34; ὀργή Plb.30.31.13; of a person, Plu.Cat.Mi.1.    2 difficult to refuse, Id.2.531d, 602f.

German (Pape)

[Seite 686] schwer zu erbitten, zu beschwichtigen; φρένες Aesch. Prom. 34; όργή Pol. 31, 7, 13; von Personen, Plut. Cat. min. 1.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπαραίτητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ συγκινήσῃ τις διὰ παρακλήσεων, ἀδυσώπητος, φρένες Αἰσχύλ. Πρ. 34· ὀργή Πολύβ. 31. 7, 13· ἐπὶ προσώπου, Πλούτ. Κατ. Νεωτ. 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inexorable.
Étymologie: δυσ-, παραιτέω.

Spanish (DGE)

-ον
1 de pers. o asim. difícil de ser conmovido con ruegos, implacable Διὸς φρένες A.Pr.34, ὀργή Plb.30.31.13, θυμός Plu.Fab.9, ὀργισθεὶς δὲ δ. cuando se irritaba, era difícil de calmar Plu.Cat.Mi.1, δ. μὲν ἐπὶ τοῖς οἰκείοις op. μεγαλόψυχος I.AI 15.356, cf. Plu.2.534c, τὸ δ. τοῦ τρόπου lo implacable de su carácter I.AI 16.151, cf. Plu.2.456f.
2 de cosas difícil de rehusar ref. al dinero, Plu.2.531d, λειτουργίαι Plu.2.602f.

Greek Monolingual

δυσπαραίτητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα συγκινείται, αδυσώπητος.

Greek Monotonic

δυσπαραίτητος: -ον (παραιτέομαι), δύσκολος να μετατραπεί, να αλλάξει μέσω παρακλήσεων, ικεσιών· αδυσώπητος, αμείλικτος, σε Αισχύλ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δυσπαραίτητος: не внемлющий просьбам, неумолимый (φρένες Aesch.; ὀργή Polyb.; δ. καὶ δυσαπότρεπτος Plut.).

Middle Liddell

δυσ-παραίτητος, ον παραιτέομαι
hard to move by prayer, inexorable, Aesch., Plut.