ἔκθαμβος: Difference between revisions

From LSJ

ξυλισάμενοι ὀλίγα κομμάτια → having gathered a few pieces of wood

Source
(2)
(1ab)
Line 36: Line 36:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἔκθαμβος:''' изумленный, пораженный (ἔκθαμβοι γεγονότες [[ἕστασαν]] ἄφωνοι Polyb.; συνέδραμεν [[πᾶς]] ὁ λαὸς ἔκθαμβοι NT).
|elrutext='''ἔκθαμβος:''' изумленный, пораженный (ἔκθαμβοι γεγονότες [[ἕστασαν]] ἄφωνοι Polyb.; συνέδραμεν [[πᾶς]] ὁ λαὸς ἔκθαμβοι NT).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἔκ-θαμβος, ον<br />amazed, astounded, NTest.
}}
}}

Revision as of 21:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκθαμβος Medium diacritics: ἔκθαμβος Low diacritics: έκθαμβος Capitals: ΕΚΘΑΜΒΟΣ
Transliteration A: ékthambos Transliteration B: ekthambos Transliteration C: ekthamvos Beta Code: e)/kqambos

English (LSJ)

ον,

   A amazed, astounded, Plb.20.10.9, Act.Ap. 3.11, Tab.Defix.5.20, Orph.Fr.49 vi88.    II terrible, Thd.Da.7.7.

German (Pape)

[Seite 760] ganz betäubt, erschrocken, Pol. 30, 10, 9; N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκθαμβος: -ον, ἔκπληκτος, Πολύβ. 20. 10, 9, Πράξ. Ἀποστ. γ΄, 11. - Ἐπιρρ. ἐκθάμβως, μετὰ θάμβους, Θεοδ. Ὑρτακ. ἐν Ἀνεκδ. Boisson τ. 2. σ. 422 F.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 frappé d’effroi ou de stupeur;
2 terrible.
Étymologie: ἐκ, θαμβέω.

Spanish (DGE)

-ον
1 estupefacto, atónito en func. pred. c. γίγνομαι: ἔ. γενηθεῖσα ἡ B[αυβὼ] ἐπὶ τῆι [τοῦ] παιδίου εὐτροφίᾳ Orph.Fr.49.88, οἱ ... περὶ τὸν Φαινέαν ἔκθαμβοι γεγονότες ἕστασαν ἄφωνοι Plb.20.10.9, cf. Mac.Aeg.Serm.B 10.4.3, ἰδὼν ταῦτα ... ἔ. ἐγενόμην Herm.Vis.3.1.5, οἱ δαίμονες ... ἔκθαμβοι καὶ περίφοβοι [γ] ενόμενοι TDA 271.20 (Hadrumeto III d.C.), ἐπὶ τῷ παραδόξῳ τοῦ πράγματος Basil.M.30.108B, ὅλος ἔ. γέγονεν Chrys.M.60.727, πατὴρ ... ὑπὸ πολλῆς λύπης ἔ. γενόμενος Hom.Clem.12.10.1
c. otros verb. συνέδραμεν πᾶς ὁ λαὸς ... ἔκθαμβοι Act.Ap.3.11, αὐτοῖς μὲν ἀεὶ τὰ πρόσωπα ἔκθαμβα ἦν sus caras mostraban siempre una expresión de estupefacción Procop.Goth.2.20.25, ὁ δὲ Ἡρώδης ... ἔ. ἔμεινεν Io.Mal.Chron.10.230, εἶδον αὐτὸν (τὸν ἀέρα) ἔκθαμβον Proteu.18.2, ἀκούσας ταῦτα ἔ. εἱστήκει A.Andr.Gr.62.29, (νεβροί) αἳ ... ἵστανται ἔκθαμβοι Eust.468.18.
2 que produce estupor o terror, terrible, espantoso θηρίον LXX Da.7.7θ, εἰς τὸν ἔκθαμβον καὶ φρικτὸν ἐκεῖνον τόπον ref. el infierno, Chrys.M.60.683
que produce estupefacción, arrobador de la encarnación y el nacimiento de Jesús τὸ τοιοῦτον ἔ. καὶ ἔκπληκτον μυστήριον Epiph.Const.Haer.79.6.4.

English (Strong)

from ἐκ and θάμβος; utterly astounded: greatly wondering.

English (Thayer)

(ἐκθαυμάζω) (imperfect ἐξεθαύμαζον); to wonder or marvel greatly (see ἐκ, VI:6): ἐπί τίνι, at one, T WH. (Dionysius Halicarnassus, Longinus, others.)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔκθαμβος, -ον)
αυτός που καταλαμβάνεται από θαυμασμό ή κατάπληξη
αρχ.
φοβερός, φρικτός.

Greek Monotonic

ἔκθαμβος: -ον, έκπληκτος, κατάπληκτος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἔκθαμβος: изумленный, пораженный (ἔκθαμβοι γεγονότες ἕστασαν ἄφωνοι Polyb.; συνέδραμεν πᾶς ὁ λαὸς ἔκθαμβοι NT).

Middle Liddell

ἔκ-θαμβος, ον
amazed, astounded, NTest.