ἐπισκύνιον: Difference between revisions
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(2) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπισκύνιον:''' (ῠ) τό<br /><b class="num">1)</b> надбровная кожа, брови Arph., Arst., Theocr., Plut., Anth.: τὸ ἐ. [[κάτω]] ἕλκεται Hom. (разъяренный лев) хмурит лоб;<br /><b class="num">2)</b> заносчивость, высокомерие Anth.;<br /><b class="num">3)</b> (тж. [[βαρύτης]] ἐπισκυνίου Plut.) суровость, важность Polyb. | |elrutext='''ἐπισκύνιον:''' (ῠ) τό<br /><b class="num">1)</b> надбровная кожа, брови Arph., Arst., Theocr., Plut., Anth.: τὸ ἐ. [[κάτω]] ἕλκεται Hom. (разъяренный лев) хмурит лоб;<br /><b class="num">2)</b> заносчивость, высокомерие Anth.;<br /><b class="num">3)</b> (тж. [[βαρύτης]] ἐπισκυνίου Plut.) суровость, важность Polyb. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἐπισκύ˘νιον, ου, τό,<br /><b class="num">1.</b> the [[skin]] of the brows [[which]] is knitted in [[frowning]], Il., Ar.<br /><b class="num">2.</b> [[superciliousness]], Anth. [deriv. uncertain] | |||
}} | }} |
Revision as of 22:30, 9 January 2019
English (LSJ)
[ῠ], τό,
A skin of the brows which projects over the eyes and is knitted in frowning (Arist.GA780b28), πᾶν δέ τ' ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται ὄσσε καλύπτων, of a lion, Il.17.136; δεινὸν ἐ. ξυνάγων, of Aeschylus, Ar.Ra.823 (hex.); τοῖον ἐ. βλοσυρῷ ἐπέκειτο προσώπῳ Theoc.24.118, cf.APl.4.100; ῥυσὸν ἐ., πολιὸν ἐ., AP6.64 (Paul.Sil.), 7.117 (Zenod.); even φαιδρὸν ἐ. ib.12.159 (Mel.); ἐπιστρέψας γυρὸν ἐ., of one who puts on a wise face, ib.11.376.8 (Agath.): in pl., Posidipp. ap. Ath.10.414e: hence, II. superciliousness, γυμνώσαντο βίου παντὸς ἐ., of Diogenes, AP7.63, etc.; but in Plb.25.3.6, simply, austerity, gravity of deportment. III. Adj. ἐπισκύνιος, ον, supercilious, Gloss.
German (Pape)
[Seite 980] τό, die Stirnhaut, welche den vortretenden Theil der Stirn u. den obern Rand der Augenhöhle bedeckt, auf der die Augenbrauen stehen, die bei verschiedenen Gemüthserregungen verschieden bewegt, besonders im Zorn in Falten zusammen- u. heruntergezogen wird, dah. Hom. vom zornigen Löwen sagt: πᾶν δέ τ' ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται ὄσσε καλύπτων, er zieht die Stirnfalte herab u. überdeckt damit die Augen, Il. 17, 136; u. Ar. Ran. 823 vom Aeschylos δεινὸν ἐπισκύνιον ξυνάγων βρυχώμενος ἥσει ῥήματα γομφοπαγῆ; – τοῖον ἐπ. βλοσυρῷ ἐπέκειτο προσώπῳ Theocr. 24, 116; öfter in der Anth., γυρὸν ἐπισκ. ἐπιστρέψας Agath. 67 (XI, 376), von Einem, der ein sehr ernstes, weises Gesicht macht; πολιῷ ἐπισκυνίῳ σεμνός Zenodot. (XII, 117); ναὶ μὰ τὸ σὸν φαιδρὸν ἐπ. Mel. 44 (XII, 159); Ep. ad. 557 (VII, 63) vom Diogenes γυμνώσαντα βίου παντὸς ἐπισκύνιον, den Stolz, die Eitelkeit des Lebens. – Selten in Prosa, wie Pol. 26, 5, 6, der Ernst; βαρύτης ἐπισκυνίου Plut. de audit. 8 M.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισκύνιον: ῠ, τό, τὸ ἐπάνω τῶν ὀφθαλμῶν μέρος, ἤτοι δέρμα, τὸ συνοφρύωμα τοῦ μετώπου (Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 36)· πᾶν δέ τ’ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται ὄσσε καλύπτων, ἐπὶ λέοντος, Ἰλ. Ρ. 136· δεινὸν ἐπισκ. ξυνάγων, ἐπὶ τοῦ Αἰσχύλου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 823· τοῖον ἐπισκ. βλοσυρῷ ἐπέκειτο προσώπῳ Θεόκρ. 24. 116, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 4. 100· ῥυσὸν ἐπισκύνιον, πολιὸν ἐπ. Ἀνθ. Π. 6. 64., 7. 117· ἔτι δὲ καί, φαιδρὸν ἐπ., αὐτόθι 12. 159· ἐπιστρέψας γυρὸν ἐπισκύνιον, ἐπὶ σοβαρευομένου ἀνθρώπου, αὐτόθι 11. 376· ἐν τῷ πληθ. αὐτόθι ἐν τῷ Παραρτήματι 68: ― ὡσαύτως ὡς τὸ ὀφρύς, Λατ. supercilium, ἐν χρήσει ἐπὶ ἀλαζονείας ἢ προσποιήσεως, αὐτόθι 7. 63, κτλ.· ἀλλ’ ἐν Πολυβ. 26. 5, 6, ἁπλῶς, αὐστηρότης, σοβαρότης συμπεριφορᾶς, κατά τε τὴν ἐπίφασιν εἶχεν ἐπισκύνιον καὶ τάξιν οὐκ ἀνοίκειον τῆς ἡλικίας.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
la peau du front au-dessus des sourcils.
Étymologie: DELG pas d’étym. décisive.
English (Autenrieth)
skin over the brows (supercilium), knitted in frowning, Il. 17.136†.
Greek Monolingual
ἐπισκύνιον, το (AM)
το δέρμα του μετώπου πάνω από τα φρύδια
αρχ.
1. υπερηφάνεια, αλαζονεία
2. σεμνότητα, σοβαρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επι-σκύνιος, όπου το θέμα -σκυν- συνδέεται με αρχ. ινδ. sku-nā-ti «καλύπτει». Το απλό σκυνια «φρύδια» είναι σπάνιος και μτγν. τ. που προέρχεται από το σύνθετο επισκύνιος].
Greek Monotonic
ἐπισκύνιον: [ῠ], τό,
1. το ζαρωμένο δέρμα ανάμεσα στα φρύδια, όταν κάποιος είναι σκυθρωπός ή έχει έκφραση συνοφρύωσης, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.
2. υπεροψία, σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ἐπισκύνιον: (ῠ) τό
1) надбровная кожа, брови Arph., Arst., Theocr., Plut., Anth.: τὸ ἐ. κάτω ἕλκεται Hom. (разъяренный лев) хмурит лоб;
2) заносчивость, высокомерие Anth.;
3) (тж. βαρύτης ἐπισκυνίου Plut.) суровость, важность Polyb.
Middle Liddell
ἐπισκύ˘νιον, ου, τό,
1. the skin of the brows which is knitted in frowning, Il., Ar.
2. superciliousness, Anth. [deriv. uncertain]