εὐδικία: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
m (Text replacement - "˙" to "·") |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐδῐκία:''' ἡ правосудие, справедливый суд Plut.: εὐδικίας ἀνέχειν Hom. творить правосудие. | |elrutext='''εὐδῐκία:''' ἡ правосудие, справедливый суд Plut.: εὐδικίας ἀνέχειν Hom. творить правосудие. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=εὐ-δικία, ἡ, [[δίκη]]<br />[[righteous]] dealing, Od. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 9 January 2019
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, (δίκη)
A righteous dealing, righteousness, εὐδικίας ἀνέχῃσι Od.19.111; εὐδικίῃ righteously, A.R.4.343; σύντροφος εὐδικίης IG3.1151; ὃς εὐδικίῃς ἀγανῇσι σῶσε . . πόλιας Epigr.Gr.915, cf. BCH50.444 (Thespiae, iv A.D.): also in late Prose, Phld.Hom.p.43 O., Ph.1.664, Plu.2.781f.
German (Pape)
[Seite 1062] ἡ (das gute Recht), Gerechtigkeit, εὐδικίας ἀνέχειν, Recht u. Gerechtigkeit aufrecht erhalten, Od. 19, 111; εὐδικίῃ, mit Recht, Ap. Rh. 4, 342; öfter bei Plut.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδικία: Ἰων. -ίη, ἡ, (δίκη) δίκαιος τρόπος, δικαιοσύνη, ἐν τῷ πληθ., εὐδικίας ἀνέχειν Ὀδ. Τ. 111· εὐδικίῃ, δικαίως, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 343· σύντροφος εὐδικίης Ἐπιτύμβ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 246· ὃς εὐδοκίῃς ἀγανῇσι σῶσε… πόλιας αὐτόθι 373, πρβλ. 2859. - ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Πλούτ. 2. 781F.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bon droit.
Étymologie: εὖ, δίκη.
Greek Monolingual
εὐδικία και ιων. τ. εὐδικίη, ἡ (Α) εύδικος
1. δίκαιη συμπεριφορά, δικαιοσύνη («τὸ ἐν πόλεσι φέγγος εὐδικίας, Πλούτ.)
2. (η δοτ. ως επίρρ.) εὐδικίῃ
δικαίως.
Greek Monotonic
εὐδικία: Ιων. -ίη, ἡ (δίκη), δίκαιη αντιμετώπιση, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
εὐδῐκία: ἡ правосудие, справедливый суд Plut.: εὐδικίας ἀνέχειν Hom. творить правосудие.