ἐρικυδής: Difference between revisions
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
(2) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐρῐκῡδής:''' преславный ([[Λητώ]], [[θεῶν]] δῶρα Hom.; [[ἥβη]] Hes.; [[ἄστυ]] Her.; [[θεῶν]] [[οἶκοι]] Theocr.). | |elrutext='''ἐρῐκῡδής:''' преславный ([[Λητώ]], [[θεῶν]] δῶρα Hom.; [[ἥβη]] Hes.; [[ἄστυ]] Her.; [[θεῶν]] [[οἶκοι]] Theocr.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἐρι-]]κῡδής, ές [[κῦδος]]<br />[[very]] [[famous]], [[glorious]], [[splendid]], Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:45, 9 January 2019
English (LSJ)
ές,
A very famous, glorious, of gods and their descendants, Il. 14.327, Od.11.576,631 ; of their gifts, θεῶν ἐ. δῶρα Il.3.65, 20.265 ; ἥβη ἐ. 11.225, Hes.Th.988 ; νίκα B.12.190 : generally, ἐ. δαίς a splendid banquet, Il.24.802, Od.3.66, al.; of places and men, ἄστυ Orac. ap. Hdt.7.220 ; θεῶν ἐ. οἶκοι Theoc.17.108 ; φῶτες Orph.L.302 : Sup. -έστατος, Ἰάμβλιχος Eun.VS p.461 B.
German (Pape)
[Seite 1029] ές, sehr ruhmvoll, glorreich, bes. von den Göttern u. dem, was ihnen gehört, Λητώ, Γαῖα, Il. 14, 327 Od. 11, 576, θεῶν τέκνα, 11, 631, θεῶν δῶρα, Il. 3, 65. 20, 265, θεῶν οἶκοι, Theocr. 17, 108, ἥβη, Il. 11, 225; Hes. Th. 988, δαίς, ein glänzender Schmaus, bes. von Opferschmäusen, Il. 24, 802 Od. 3, 66. 10, 182 u. öfter; ἄστυ, orac. bei Her. 7, 220, sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρικῡδής: -ές, ὁ ἔχων μεγάλην δόξαν, ἔνδοξος. Ἐπικ. ἐπιθ. τῶν θεῶν καὶ τῶν ἀπογόνων αὐτῶν, Ἰλ. Ξ. 327, Ὀδ. Λ. 576 καὶ 631· ἐπὶ τῶν δώρων αὐτῶν, θεῶν ἐρικυδέα δῶρα Ἰλ. Γ. 65, Υ. 265· ἐρ. ἥβη Λ. 225, Ἡσ. Θ. 988 : - πλὴν τούτου ὁ Ὅμ. μόνον ἔχει δαὶς ἐρικ., λαμπρὸν συμπόσιον, Ἰλ. Ω. 802, Ὀδ. Γ. 66, Κ. 182, κτλ.· - καὶ ἐνταῦθα δὲ πρόκειται περὶ εὐωχίας ἐν θυσίᾳ: - ἐπὶ τόπων καὶ ἀνθρώπων, ἄστυ Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 220, Ὀρφ., κλ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très célèbre, très glorieux.
Étymologie: ἐρι-, κῦδος.
English (Slater)
ἐρῐκῡδής
1 illustrious ἐρικυδέα τ' ἔσχον Δᾶλον (Pae. 5.39)
Greek Monolingual
ἐρικυδής, -ες (Α)
1. αυτός που έχει μεγάλη δόξα, ο πολύ ένδοξος (ιδιαίτερα για θεούς και τους απογόνους τους)
2. λαμπρός, πλούσιος (α. «δαὶς ἐρικυδής» — λαμπρό συμπόσιο, Ομ. Ιλ.
β. «ἐρικυδέα δῶρα» — πλούσια δώρα, Ομ. Ιλ.)
3. ο ακμαίος, ο γεμάτος ζωή («ἥβης ἐρικυδέος», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -κυδής (< κύδος «δόξα»)].
Greek Monotonic
ἐρικῡδής: -ές (κῦδος), περίφημος, ένδοξος, υπέροχος, διάσημος, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐρῐκῡδής: преславный (Λητώ, θεῶν δῶρα Hom.; ἥβη Hes.; ἄστυ Her.; θεῶν οἶκοι Theocr.).