ἡνιοχεύω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source
(2b)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἡνιοχεύω:''' Hom., Anth. = [[ἡνιοχέω]].
|elrutext='''ἡνιοχεύω:''' Hom., Anth. = [[ἡνιοχέω]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἡνιοχεύω]], poet. [[form]] of [[ἡνιοχέω]],]<br />to act as [[charioteer]], Hom.:—metaph. to [[guide]], Anth.
}}
}}

Revision as of 23:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡνιοχεύω Medium diacritics: ἡνιοχεύω Low diacritics: ηνιοχεύω Capitals: ΗΝΙΟΧΕΥΩ
Transliteration A: hēniocheúō Transliteration B: hēniocheuō Transliteration C: iniocheyo Beta Code: h(nioxeu/w

English (LSJ)

Dor. ἁν-, poet. form of ἡνιοχέω,

   A act as charioteer, ὁ μὲν νόθος ἡνιόχευεν Il.11.103, cf. 23.641, Od.6.319: metaph., direct, guide, πηδαλίῳ . . ἁνιόχευεν Alex.Aet.2: c. gen., τῆς ἐμῆς ψυχῆς ἡ. Anacr.4: c. acc., χορὸν ἡ. IG3.82a.

German (Pape)

[Seite 1172] ein ἡνίοχος sein, die Zügel halten, die Pferde lenken, fahren, Il. 11, 103. 23, 641 Od. 6, 319, immer absolut; übertr., πόλιν, lenken, regieren, Byz. anath. 3 (IX, 696); δίκης θρόνον 27 (IX, 779); καὶ βασιλεύει Plut. sept. sap. conv. 12; τῆς ἐμῆς ψυχῆς ἡνιοχεύεις Anacr. bei Ath. XIII, 564 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἡνιοχεύω: Δωρ. άν-, μέλλ. -σω, ποιητ. τύπος τοῦ ἡνιοχέω, ἐνεργῶ ὡς ἡνίοχος, ὁ μὲν νόθος ἡνιόχευεν Ἰλ. Λ. 103, πρβλ. Ψ. 641, Ὀδ. Ζ. 319· -μεταφ., ὁδηγῶ, διευθύνω, πηδαλίῳ ἁνιόχευεν Ἀλέξ. Αἰτωλ. παρ’ Ἀθην. 283Α· βασιλεύειν καὶ ἡνιοχ. Πλούτ. 2. 155Α· μετὰ γεν., τῆς ἐμῆς ψυχῆς ἡν. Ἀνακρ. 4· ἢ μετ’ αἰτ., πόλιν ἡν. Ἀνθ. Π. 9. 696, πρβλ. 779· πρβλ. κρατέω καὶ ἑξ.

French (Bailly abrégé)

c. ἡνιοχέω.
Étymologie: ἡνιοχεύς.

English (Autenrieth)

be charioteer, hold the reins, drive.

Greek Monolingual

ἡνιοχεύω, δωρ. τ. ἁνιοχεύω (Α) ηνίοχος
(ποιητ. τ. του ηνιοχώ)
1. εκτελώ έργο ηνιόχου, κρατώ τα ηνία
2. μτφ. οδηγώ, διευθύνω.

Greek Monotonic

ἡνιοχεύω: Δωρ. ἁν-, μέλ. -σω, ποιητ. τύπος του ἡνιοχέω, ενεργώ σαν ηνίοχος, σε Όμηρ.· μεταφορ., οδηγώ, διευθύνω, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἡνιοχεύω: Hom., Anth. = ἡνιοχέω.

Middle Liddell

ἡνιοχεύω, poet. form of ἡνιοχέω,]
to act as charioteer, Hom.:—metaph. to guide, Anth.