θέορτος: Difference between revisions
ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θέορτος:'''<br /><b class="num">1)</b> возникший от божества, порожденный божеством ([[ὄλβος]] Pind.);<br /><b class="num">2)</b> заключенный с божеством ([[γάμος]] Aesch.). | |elrutext='''θέορτος:'''<br /><b class="num">1)</b> возникший от божества, порожденный божеством ([[ὄλβος]] Pind.);<br /><b class="num">2)</b> заключенный с божеством ([[γάμος]] Aesch.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=θέ-ορτος, ον [ὄρνυμαι]<br />sprung from the gods, [[celestial]], Pind., Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:15, 9 January 2019
English (LSJ)
ον, (ὄρνυμαι)
A sprung from the gods, ὄλβος Pi.O.2.36; θέορτον ἢ βρότειον A.Pr.765.
German (Pape)
[Seite 1197] von Gott herrührend; ὄλβος Pind. Ol. 2, 40; Aesch. Prom. 764.
Greek (Liddell-Scott)
θέορτος: -ον, (ὄρνυμαι) ἐκ τῶν θεῶν ἐγερθείς, θεόπεμπτος, οὐράνιος, ὄλβος Πίνδ. Ο. 2. 67∙ θέορτον ἢ βρότειον (πρβλ. θεόσυτος) Αἰσχύλ. Πρ. 765∙ - πρβλ. παλίνορτος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 suscité, envoyé par la divinité;
2 contracté avec une déesse (hymen).
Étymologie: θεός, ὄρνυμαι.
English (Slater)
θέορτος
1 sprung from the gods Μοῖρ' θεόρτῳ σὺν ὄλβῳ ἐπί τι καὶ πῆμ ἄγει (O. 2.36)
Greek Monolingual
θέορτος, -ον (Α)
αυτός που πηγάζει από τους θεούς, ο θεόσταλτος («θέορτος ὄλβος», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θε- (βλ. θεο-) + -ορτος (< όρνυμαι «πηγάζω»), πρβλ. κονι-ορτός, νέ-ορτος].
Greek Monotonic
θέορτος: -ον (ὄρνυμαι), αυτός που αναβλύζει, πηγάζει, εκπορεύεται από τους θεούς, θεσπέσιος, ουράνιος, θείος, σε Πίνδ., Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
θέορτος:
1) возникший от божества, порожденный божеством (ὄλβος Pind.);
2) заключенный с божеством (γάμος Aesch.).
Middle Liddell
θέ-ορτος, ον [ὄρνυμαι]
sprung from the gods, celestial, Pind., Aesch.