ἰσόπαλος: Difference between revisions
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
(2b) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἰσόπᾰλος:''' Luc. = [[ἰσοπαλής]]. | |elrutext='''ἰσόπᾰλος:''' Luc. = [[ἰσοπαλής]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἰσό-πᾰλος, ον = ἰσοπᾰλής, Luc.] | |||
}} | }} |
Revision as of 23:45, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,= foreg., Luc.Nav.36, D.C.40.42, Poll.3.149,5.157, Hsch.; prob. in Ibyc.14, X.Ages.2.9.
German (Pape)
[Seite 1265] dasselbe, Sp., wie D. Cazz. 40, 42, φάλαγγας ἰσοπάλο υς wird für ἰσομάλους Xen. Ages. 2, 9 geändert.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόπᾰλος: -ον, = τῷ ἰσοπαλής, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 36, Δίων Κ. 40. 42, Πολυδ. Γ΄, 149, Ε΄, Ἡσύχ.· πρβλ. ἰσοκέφαλος, ἰσόμαχος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ισόπαλος, -ον)
ίσος με άλλον στην πάλη ή σε άλλο αγώνισμα
νεοελλ.
ισάξιος με άλλον, ισοδύναμος, εφάμιλλος.
επίρρ...
ισοπάλως και ισόπαλα (Α ἰσοπάλως)
με ισοπαλία, με ίση επίδοση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -παλος (< πάλη), πρβλ. αντί-παλος, πρωτό-παλος].
Greek Monotonic
ἰσόπᾰλος: -ον, = το προηγ., σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἰσόπᾰλος: Luc. = ἰσοπαλής.
Middle Liddell
ἰσό-πᾰλος, ον = ἰσοπᾰλής, Luc.]