ὑλάω: Difference between revisions
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑλάω:''' тж. med. Hom., Theocr. = [[ὑλακτέω]]. | |elrutext='''ὑλάω:''' тж. med. Hom., Theocr. = [[ὑλακτέω]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=!ὑ˘λάω, only in pres. and imperf.]<br /><b class="num">I.</b> to [[howl]], [[bark]], bay, of dogs, Od.: so in Mid., κύνες οὐχ ὑλάοντο Od.<br /><b class="num">II.</b> [[trans]]. to [[bark]] or bay at, τινά Od., Theocr. [Formed from the [[sound]].] | |||
}} | }} |
Revision as of 02:15, 10 January 2019
English (LSJ)
[ῠ],
A = ὑλακτέω, used only by Poets and only in pres. and impf., bark, bay, of dogs, κύνες οὐχ ὑλάουσιν, ἀλλὰ περισσαίνουσι Od. 16.9; κύων . . ἄνδρ' ἀγνοιήσασ' ὑλάει 20.15; θεσπέσιον ὑλάοντες Theoc. 25.70:—Med., κύνες οὐχ ὑλάοντο Od.16.162. 2 metaph. of a man, howl, ἣ μάτην ὑλῶ (so Herm. for ὑλακτῶ); S.Fr.61 (lyr., dub.); of Cassandra, μάτην ὑλάουσα Tryph.421. II trans., bark or bay at, τινα Od.16.5 (so perh.20.15, v. supr.).
German (Pape)
[Seite 1176] (onomatop. heulen, ululare), nur im praes. u. imperf. gebräuchliche, poet. Stammform von ὑλακτέω, bellen; Od. 16, 9. 20, 15; auch med., ὑλάοντο, 16, 162; – τινά, anbellen, Od. 16, 5 u. sp. D., wie Opp. Cyn. 1, 449, Theocr. 25, 70.
Greek (Liddell-Scott)
ὑλάω: [ῠ], ῥιζικὸς τύπος τοῦ ὑλακτέω, ἐν χρήσει μόνον παρὰ ποιηταῖς καὶ μόνον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ., ὑλακτῶ, «γαυγύζω», ἐπὶ κυνῶν, κύνες οὐχ ὑλάουσιν, ἀλλὰ περισσαίνουσι Ὀδ. Π. 9· κύων... ἄνδρ’ ἀγνοιήσασ’ ὑλάει Υ. 15· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κύνες οὐχ ὑλάοντο Π. 162. 2) μεταφορ., ἐπὶ ἀνθρώπου, βοῶ, φωνάζω, ἢ μάτην ὑλῶ (οὕτως ὁ Ἕρμ. ἀντὶ ὑλακτῶ) Σοφ. Ἀποσπ. 58. ΙΙ. μεταβ., «γαυγύζω» ἐναντίον τινός, τινα Ὀδ. Π. 5, Θεόκρ. 25, 70. (Κατ’ ὀνοματοπ., πρβλ. Λατ. ululo, Ἀγγλ. howl, κτλ.).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés. et impf. épq. sans contr.
1 intr. aboyer;
2 tr. aboyer après, poursuivre de ses aboiements, acc.;
Moy. ὑλάομαι-ῶμαι aboyer.
Étymologie: onomatopée, cf. lat. ululo.
English (Autenrieth)
bark, bay, bark at, Od. 16.5. (Od.)
Greek Monotonic
ὑλάω: [ῠ], μόνο σε ενεστ. και παρατ.,
I. υλακτώ, γαυγίζω, ουρλιάζω, κραυγάζω, λέγεται για σκύλους, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως σε Μέσ., κύνες οὐχ ὑλάοντο, στο ίδ.
II. μτβ., γαυγίζω ή ουρλιάζω εναντίον κάποιου, τινά, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ. (ηχομιμ.).
Russian (Dvoretsky)
ὑλάω: тж. med. Hom., Theocr. = ὑλακτέω.
Middle Liddell
!ὑ˘λάω, only in pres. and imperf.]
I. to howl, bark, bay, of dogs, Od.: so in Mid., κύνες οὐχ ὑλάοντο Od.
II. trans. to bark or bay at, τινά Od., Theocr. [Formed from the sound.]