ψελλός: Difference between revisions

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
(nl)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=ψελλός -ή -όν brabbelend, onduidelijk.
|elnltext=ψελλός -ή -όν brabbelend, onduidelijk.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=![[ψελλός]], ή, όν<br /><b class="num">I.</b> [[unable]] to [[pronounce]] [[certain]] letters, Arist.<br /><b class="num">II.</b> [[pass]]. of words, [[inarticulate]], [[obscure]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 02:44, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψελλός Medium diacritics: ψελλός Low diacritics: ψελλός Capitals: ΨΕΛΛΟΣ
Transliteration A: psellós Transliteration B: psellos Transliteration C: psellos Beta Code: yello/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A faltering in speech, like a child; distd. fr. τραυλός (lisping), Arist.HA492b32, Pr.902b22; τὸ ψ. prob. in Phld.Rh.2.206S.; ἡ ψελλὴ οὐ πιττεύω (i. e. πιστεύω) Suid., App.Prov.3.17.    II Pass. of words, inarticulate, obscure, unintelligible, A.Pr. 816; ψελλόν ἐστι καὶ καλεῖ τὴν ἄρκτον ἄρτον Com.Adesp.393.

German (Pape)

[Seite 1393] (von ψέω, ψάω, wie τραυλός von θραύω), lallend, stammelnd, stotternd, lispelnd, καὶ τραυλός Arist. H. A. 1, 11; bes. wer einen Buchstaben nicht aussprechen kann, oder wie die Kinder Sylben ausläßt, wie z. B. bei Ar. fr. 536 ein ψελλὸς ἄρτος u. σῦκα statt ἄρκτος u. ἄστυ ausspricht. Vgl. Arist. probl. 11, 30. – Dah. überh. = undeutlich aussprechend, unverständlich, Aesch. Prom. 818 neben δυσεύρετος.

Greek (Liddell-Scott)

ψελλός: -ή, -όν, ὁ σφαλλόμενος ἐν τῷ προφέρειν τὰς λέξεις, μὴ δυνάμενος νὰ προφέρῃ γράμματά τινα ἢ συλλαβὰς καὶ παραλείπων αὐτὰ ὡς τὰ παιδία· διακρίνεται ἀπὸ τοῦ τραυλὸς (ὁ προφέρων πλημμελῶς γράμμα τι), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 11, Προβλ. 11. 30, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 536, ἴδε ψελλίζω. ΙΙ. παθ. ἐπὶ λέξεων, ἄναρθρος, σκοτεινὸς, ἀδιανόητος, τῶν δ’ εἴ τί σοι ψελλόν τε καὶ δυσεύρετον Αἰσχύλ Προμ. 816.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui prononce mal certains sons;
2 mal articulé, obscur, inintelligible.
Étymologie: DELG onomatopée.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ψελλός, -ή, -όν, ΝΑ
αυτός που δυσκολεύεται στην άρθρωση τών λέξεων
αρχ.
(με παθ. σημ.) (για λέξεις) ασαφής, ακατάληπτος, σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό επίθ., ο σχηματισμός του οποίου οφείλεται σε ονοματοποιία. Το επίθημα -λο-ς του επιθ. απαντά και σε άλλα επίθ. δηλωτικά ασθένειας, αδυναμίας (πρβλ. τραυ-λός)].

Greek Monotonic

ψελλός: -ή, -όν,
I. αυτός που δεν μπορεί να προφέρει συγκεκριμένα γράμματα ή συλλαβές, τραυλός, ψευδός, σε Αριστ.
II. Παθ., λέγεται για λέξεις, ακατανόητος, σκοτεινός, δυσνόητος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ψελλός: 1) страдающий расстройством речи, невнятно произносящий, косноязычный Arph., Arst., Plut.;
2) темный, непонятный, неясный (ψελλόν τι καὶ δυσεύρετον Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψελλός -ή -όν brabbelend, onduidelijk.

Middle Liddell

!ψελλός, ή, όν
I. unable to pronounce certain letters, Arist.
II. pass. of words, inarticulate, obscure, Aesch.