παιδευτός: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(nl)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παιδευτός -ή -όν [παιδεύω] leerbaar, onderwijsbaar.
|elnltext=παιδευτός -ή -όν [παιδεύω] leerbaar, onderwijsbaar.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παιδευτός]], ή, όν<br />to be gained by [[education]], Plat. [from [[παιδεύω]]
}}
}}

Revision as of 04:50, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδευτός Medium diacritics: παιδευτός Low diacritics: παιδευτός Capitals: ΠΑΙΔΕΥΤΟΣ
Transliteration A: paideutós Transliteration B: paideutos Transliteration C: paideftos Beta Code: paideuto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A to be gaincd by education, παιδευτὴν εἶναι ἀρετήν Pl.Prt.324b.

German (Pape)

[Seite 440] erzogen, zu erziehen, durch Erziehung anzueignen, ἀρετὴν παιδευτὴν εἰναι, Plat. Prot. 324 b.

Greek (Liddell-Scott)

παιδευτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μάθῃ διὰ διδασκαλίας, ἀρετὴν παιδευτὴν εἶναι Πλάτ. Πρωτ. 324Β.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’on peut apprendre.
Étymologie: παιδεύω.

Greek Monolingual

παιδευτός, -ή, -όν (Α) παιδεύω
1. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να μάθει με διδασκαλία, αυτός που αποκτάται με εκπαίδευση («παιδευτὴν εἶναι ἀρετήν», Πλάτ.)
2. ο επιδεκτικός παιδεύσεως.

Greek Monotonic

παιδευτός: -ή, -όν, αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να μάθει, να κερδίσει από την εκπαίδευση, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

παιδευτός: приобретаемый воспитанием, воспитуемый (ἀρετή Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιδευτός -ή -όν [παιδεύω] leerbaar, onderwijsbaar.

Middle Liddell

παιδευτός, ή, όν
to be gained by education, Plat. [from παιδεύω