Πανίωνες: Difference between revisions
μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation
(5) |
(1ba) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Πᾰνίωνες:''' οἱ,<br /><b class="num">1.</b> [[ολόκληρο]] το [[σύνολο]] των Ιώνων· Πᾰνιώνιον, το [[μέρος]] όπου αυτοί συγκεντρώνονταν στη [[Μυκάλη]] και ο [[κοινός]] [[ναός]] που έχτισαν [[εκεί]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[Πανιώνια]] (ενν. [[ἱερά]]), <i>τά</i>, [[γιορτή]] των Ιώνων με γυμνικούς αγώνες, στον ίδ. | |lsmtext='''Πᾰνίωνες:''' οἱ,<br /><b class="num">1.</b> [[ολόκληρο]] το [[σύνολο]] των Ιώνων· Πᾰνιώνιον, το [[μέρος]] όπου αυτοί συγκεντρώνονταν στη [[Μυκάλη]] και ο [[κοινός]] [[ναός]] που έχτισαν [[εκεί]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[Πανιώνια]] (ενν. [[ἱερά]]), <i>τά</i>, [[γιορτή]] των Ιώνων με γυμνικούς αγώνες, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=the [[whole]] [[body]] of Ionians. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:05, 10 January 2019
English (LSJ)
οἱ,
A the whole body of Ionians, Eust.1414.36: Πᾰνιώνιον, τό, their place of meeting at Mycale, and the common temple there built, Hdt.1.141, al., CIG2909 (Mycale). 2 Πανιώνια (sc. ἱερά), τά, festival of the United Ionians, Hdt.1.148. 3 Πανιώνιος, ὁ, epith. of Apollo, IG3.175; of Hadrian, Hermes 4.183 (Ephes.). b (sc. ἀμφορίσκος), IG11(2).154 A36 (Delos, iii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
Πᾰνίωνες: οἱ, πᾶν τὸ πλῆθος τῶν Ἰώνων, πάντες οἱ Ἴωνες ὁμοῦ, Εὐστ. 1414. 36· - Πᾰνιώνιον, τό, ἱερὸν ἄλσος μετὰ ναοῦ τοῦ Ἑλικωνίου Ποσειδῶνος ἐπὶ τῆς ἐν Ἰωνίᾳ ἄκρας τῆς Μυκάλης, ἔνθα συνήρχετο τὸ συνέδριον τῶν πληρεξουσίων τῶν δώδεκα Ἰωνικῶν πόλεων, Ἡρόδ. 1. 141, 142, 148, 170, Ἐπιγραφ. Καρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2909· πρβλ. Πανελλήνιον. 2) Πανιώνια (ἐξυπακ. ἱερά), τά, ἡ τῶν Πανιώνων πανήγυρις ἀγομένη μετὰ γυμνικῶν ἀγώνων, Ἡρόδ. 1. 148· καλουμένη ἡ Πανιωκὴ θυσία ὑπὸ τοῦ Στράβ. 384· - πρβλ. Grote ll. of Gr. iii. κεφ. 13. 3) Πανιώνιος ἐπώνυμον τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 465.
French (Bailly abrégé)
ων (οἱ) :
la confédération des Ioniens.
Étymologie: πᾶς, Ἴωνες.
Greek Monotonic
Πᾰνίωνες: οἱ,
1. ολόκληρο το σύνολο των Ιώνων· Πᾰνιώνιον, το μέρος όπου αυτοί συγκεντρώνονταν στη Μυκάλη και ο κοινός ναός που έχτισαν εκεί, σε Ηρόδ.
2. Πανιώνια (ενν. ἱερά), τά, γιορτή των Ιώνων με γυμνικούς αγώνες, στον ίδ.