ὀτραλέος: Difference between revisions
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
(5) |
(1ba) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀτρᾰλέος:''' -α, -ον (βλ. [[ὀτρύνω]]), = το επόμ., χρησιμ. από Όμηρ. και Ησίοδ. μόνο στο επίρρ. <i>ὀτρᾰλέως</i>, [[γρήγορα]], [[πρόθυμα]]. | |lsmtext='''ὀτρᾰλέος:''' -α, -ον (βλ. [[ὀτρύνω]]), = το επόμ., χρησιμ. από Όμηρ. και Ησίοδ. μόνο στο επίρρ. <i>ὀτρᾰλέως</i>, [[γρήγορα]], [[πρόθυμα]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὀτρᾰλέος, η, ον, [v. [[ὀτρύνω]] = [[ὀτρηρός]] [used by Hom. and Hes. only in adv. ὀτρᾰλέως]<br />-ως, [[quickly]], [[readily]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:10, 10 January 2019
English (LSJ)
η, ον, (cf. ὀτρύνω)
A = ὀτρηρός, Opp.H.2.273, Q.S.11.107:— used by Hom. and Hes. only in Adv. -έως, quickly, readily, Il.3.260, Od.19.100, Hes.Sc.410, Sapph.Supp.20a.11, A.R.1.1210.
German (Pape)
[Seite 405] hurtig, emsig, schnell; Hom. nur im a, dv., τοὶ δ' ὀτραλέως ἐπίθοντο, Il. 3, 260, παρὰ δεῖπνον ἔθηκας αἶψα καὶ ὀτραλέως, 19, 317, μάλ' ὀτραλέως, Od. 19, 100; sp. D., wie Opp. Hal. 2, 275; ὀτραλέαι ποτὶ μόρον κέλε υθοι, Qu. Sm. 11, 107; ἐπέδραμεν ὀτραλέως, Her. vit. Hom. 21.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
rapide, agile.
Étymologie: cf. ὀτρηρός.
Greek Monolingual
ὀτραλέος, -η, -ον (Α)
οτρηρός.
επίρρ...
ὀτραλέως (Α)
1. γρήγορα, εσπευσμένα
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀξέως, δραστικῶς, ἐνεργῶς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὀτραλέως μαρτυρείται ήδη στην Ιλιάδα, ενώ το επίθ. ὀτραλέος μαρτυρείται πολύ αργότερα (για ετυμολ. βλ. λ. οτρύνω)].
Greek Monotonic
ὀτρᾰλέος: -α, -ον (βλ. ὀτρύνω), = το επόμ., χρησιμ. από Όμηρ. και Ησίοδ. μόνο στο επίρρ. ὀτρᾰλέως, γρήγορα, πρόθυμα.
Middle Liddell
ὀτρᾰλέος, η, ον, [v. ὀτρύνω = ὀτρηρός [used by Hom. and Hes. only in adv. ὀτρᾰλέως]
-ως, quickly, readily.