πειρατήριον: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid
(3b) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πειρᾱτήριον:''' <b class="num">I</b> τό [[πειράω]] проба, испытание, юр. разбор: φόνια πειρατήρια Eur. разбор дела об убийстве.<br /><b class="num">II</b> τό [[πειρατής]] стоянка пиратов Plut. | |elrutext='''πειρᾱτήριον:''' <b class="num">I</b> τό [[πειράω]] проба, испытание, юр. разбор: φόνια πειρατήρια Eur. разбор дела об убийстве.<br /><b class="num">II</b> τό [[πειρατής]] стоянка пиратов Plut. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt== [[πεῖρα]]<br /><b class="num">I.</b> φόνια πειρατήρια the [[murderous]] [[ordeal]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> a [[pirate]]'s [[nest]], Strab., Plut. [from πειρᾱτής] | |||
}} | }} |
Revision as of 05:20, 10 January 2019
English (LSJ)
Ion. πειρητ-, τό,
A = πεῖρα, φόνια πειρατήρια the trial for murder, E.IT967, cf. LXX Jb.7.1 ; test, Hp. Mul.1.78, Nat. Mul.96, Hld.10.22 ; temptation, PLond.ined. 2491.8 (iv A. D.). II pirate's nest, Str. 14.5.7, Hld.5.6 (pl.). 2 gang of brigands or pirates, LXXGe.49.19, D.H.7.37, Ach. Tat.6.21.
German (Pape)
[Seite 545] τό, 1) Aufenthalt der Seeräuber, Plut. Pomp. 21 auch Seeräuberschaaren. – 2) der Versuch, die Unternehmung, wie πεῖρα; φόνια, Eur. I. T. 967, blutiges Prüfungsmittel, Folter, Blutgericht; Probe, Heliod. u. a. Sp.; Versuchung zum Bösen, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
πειρᾱτήριον: Ἰων. πειρητ-, τό, =πεῖρα, Ἱππ. 677. 30· φόνια πειρατήρια, δοκιμασία ἐπὶ φόνῳ, νικῶν δ’ ἀπῆρα φόνια πειρατήρια, δηλ. ἐνίκησα δίκην φόνου, Εὐρ. Ι. Τ. 967· - κριτήριον, γνώρισμα, Ἡλιόδ. 10. 22. ΙΙ. ὁρμητήριον πειρατῶν, Στράβ. 671. Πλουτ. Πομπ. 21. 2)συμμορία πειρατική, Διον. Ἁλ. 7. 37, Ἀχιλλ. Τάτ. 6. 21.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 (πειράω) preuve;
2 (πειρατής) repaire de pirates.
Étymologie: πειράω.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ, ιων. τ. πειρητήριον Α
μσν.
βασανισμός, βασανιστήριο
αρχ.
1. μέσο δοκιμασίας, δοκιμής
2. βάσανος, έλεγχος, δοκιμή
3. πειρασμός, παραπλάνηση
4. ορμητήριο πειρατών
5. πειρατική συμμορία. [ΕΤΎΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. πειρατήριος].
Greek Monotonic
πειρᾱτήριον: Ιων. πειρητ-, τό,
I. = πεῖρα, φόνια πειρατήρια, φονική δοκιμασία, σε Ευρ.
II. ορμητήριο πειρατή, σε Στράβ., Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πειρᾱτήριον -ου, τό [πειράω] proces:. φόνια πειρατήρια moordproces Eur. IT 967. zeeroversbende.
Russian (Dvoretsky)
πειρᾱτήριον: I τό πειράω проба, испытание, юр. разбор: φόνια πειρατήρια Eur. разбор дела об убийстве.
II τό πειρατής стоянка пиратов Plut.
Middle Liddell
= πεῖρα
I. φόνια πειρατήρια the murderous ordeal, Eur.
II. a pirate's nest, Strab., Plut. [from πειρᾱτής]