πήρα: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
(1ba)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=")
Line 44: Line 44:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=![[πήρα]], ιονιξ [[πήρη]], ἡ,<br />a [[leathern]] [[pouch]], a [[wallet]], [[scrip]], Lat. [[pera]], Od., Ar.
|mdlsjtxt=[[πήρα]], ιονιξ [[πήρη]], ἡ,<br />a [[leathern]] [[pouch]], a [[wallet]], [[scrip]], Lat. [[pera]], Od., Ar.
}}
}}

Revision as of 10:20, 20 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πήρα Medium diacritics: πήρα Low diacritics: πήρα Capitals: ΠΗΡΑ
Transliteration A: pḗra Transliteration B: pēra Transliteration C: pira Beta Code: ph/ra

English (LSJ)

Ion. πήρη ( πάρη [ᾰ] Heraclid. ap. Eust.29.3), ἡ,

   A leathern pouch for victuals, etc., wallet, Od.13.437, al., Ar.Pl.298, Fr.273, Ostr.Bodl. iii 264 (i A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 611] ἡ, ion. πήρη, Reisesack, Brotsack, Ränzel, pera, von Leder u. an einem Riemen über die Schultern gehängt; Od. öfter; Ar. Plut. 298; σιτοδόκος, σπερμολόγος, zum Säen, Antiphil. 4 Philp. 14 (VI, 95. 104); ἄρτων, Ath. XII, 422; a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πήρα: Ἰων. πήρη, ἡ, δερμάτινος σάκκος διὰ τροφάς, κτλ., σακκίον, σακκοῦλι, ἀπὸ τῶν ὤμων κρεμάμενον, Λατ. pera, Ὀδ. Ν. 437, Ρ. 197, 357, 411, 466, Ἀριστοφ. Πλ. 298, Ἀποσπ. 298.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
besace, sac de cuir, sac ou poche en gén.
Étymologie: DELG étym. ignorée.

Spanish

alforja

English (Strong)

of uncertain affinity; a wallet or leather pouch for food: scrip.

English (Thayer)

πήρας, ἡ, a wallet (a leather sack, in which travellers and shepherds carried their provisions) (A. V. scrip (which see in B. D.)): Homer, Aristophanes, Josephus, Plutarch, Herodian, Lucian, others; with τῶν βρωμάτων added, Judith 13:10.)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και ιων. τ. πήρη και πάρη, Α
οδοιπορικός σάκος, συνήθως δερμάτινος, που κρέμεται από τον ώμο, ταγάρι, σακούλι («ἀνθρώπων ἕκαστος δύο πήρας φέρει», Αίσωπ.)
νεοελλ.
1. παγίδα από καλάμια πλεγμένα ή από συρματόπλεγμα, που χρησιμοποιείται στα ιχθυοτροφεία για τη σύλληψη τών ψαριών
2. φρ. «κυνηγετική πήρα» — σάκος, συνήθως δερμάτινος ή από αδιάβροχο ύφασμα, που χρησιμοποιείται από τους κυνηγούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Όπως συμβαίνει και με άλλες λ. ανάλογης σημ. (πρβλ. θύλακος, σάκος). Ο τ. αποτελεί πιθ. δάνειο και ανήκει στην κατηγορία τών λέξεων με ευρεία διάδοση].

Greek Monotonic

πήρα: Ιων. πήρη, ἡ, δερμάτινος σάκος, δισάκι, σακούλι, Λατ. pera, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πήρᾱ -ᾱς, ἡ, Ion. πήρη, knapzak, ransel.

Russian (Dvoretsky)

πήρᾱ: ион. πήρη ἡ (дорожная) сума, сумка, котомка Hom., Arph. etc.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: leather bag, knapsack (Od., Ar.).
Other forms: Ion. .
Compounds: As 1. member in πηρό-δετος (ἱμάς) binding a knapsack or bound around the knapsack? (AP; on the poss. act. meaning of the 2. member cf. ὀδυνή-φατος).
Derivatives: Diminutive πηρίδιον n. (Ar., Men.); also πηρ-ίς or -ίν, -ῖνος f. scrotum (Nic.; on the formation Schwyzer 465); enlarged -ίνα f. (Gal.) = περί-ναιον (in the meaning influenced by it; cf. s. v.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unexplained; cf. on θύλακος and σάκκος. -- Furnée 152 compares βηρίδες ὑποδήματα, α ἡμεἶς ἐμβάδες λέγομεν H. and περι-βαρίδες womens shoes; he further mentions Lat. pero soldiers shoes and pre-Rom. *barr- small vase.

Middle Liddell

πήρα, ιονιξ πήρη, ἡ,
a leathern pouch, a wallet, scrip, Lat. pera, Od., Ar.