λοχεύτρια: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
(23)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λοχεύτρια]], ἡ (ΑM [[λοχεύω]]<br />η [[λεχώνα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[μαία]], η [[μαμμή]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για την [[ποίηση]]) η [[μητέρα]], η [[δημιουργός]] («ἡ τοῡ ψεύδους [[λοχεύτρια]] [[ποίησις]]», λεξ. [[Σούδα]]).
|mltxt=[[λοχεύτρια]], ἡ (ΑM [[λοχεύω]]<br />η [[λεχώνα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[μαία]], η [[μαμμή]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για την [[ποίηση]]) η [[μητέρα]], η [[δημιουργός]] («ἡ τοῦ ψεύδους [[λοχεύτρια]] [[ποίησις]]», λεξ. [[Σούδα]]).
}}
}}

Revision as of 12:40, 15 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοχεύτρια Medium diacritics: λοχεύτρια Low diacritics: λοχεύτρια Capitals: ΛΟΧΕΥΤΡΙΑ
Transliteration A: locheútria Transliteration B: locheutria Transliteration C: locheytria Beta Code: loxeu/tria

English (LSJ)

ἡ,

   A woman in childbed, metaph. as Adj., ἡ τοῦ ψεύδους λ. ποίησις Anon. ap. Suid. s.v. Ἀδάμ.    II midwife, Sch.D Il.16.187.

Greek (Liddell-Scott)

λοχεύτρια: ἡ, ἡ λεχώ, ἡ τεκοῦσα, ἡ μήτηρ, Ἀνών. παρὰ τῷ Σουΐδ. ΙΙ. μαῖα, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Π. 187.

Greek Monolingual

λοχεύτρια, ἡ (ΑM λοχεύω
η λεχώνα
αρχ.
1. η μαία, η μαμμή
2. μτφ. (για την ποίηση) η μητέρα, η δημιουργός («ἡ τοῦ ψεύδους λοχεύτρια ποίησις», λεξ. Σούδα).