τεράμων: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
m (Text replacement - "<b class="b3">, ὁ</b>" to ", ὁ") |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τεράμων:''' 2, gen. ονος (ᾰ) мягкий, нежный, т. е. легко разваривающийся (καρποί Plut.). | |elrutext='''τεράμων:''' 2, gen. ονος (ᾰ) мягкий, нежный, т. е. легко разваривающийся (καρποί Plut.). | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''τεράμων''': -ονος<br />{terámōn}<br />'''Meaning''': ‘weich (gekocht)’, von Hülsenfrüchten u.a. (Thphr., Phot.)<br />'''Derivative''': mit [[τεραμότης]] f. [[Weichheit]] (Thphr.; vgl. [[μειότης]] zu [[μείων]]).<br />'''Etymology''' : Wohl sekundär zu [[ἀτεράμων]] wie [[πήμων]] zu [[ἀπήμων]] (s. [[πῆμα]]) und [[τέραμνον]]· ἁπαλόν, ἑψανόν (Phot., Suid.) zu [[ἀτέραμνος]]. Letzten Endes jedenfalls zu *τέραμα, s. [[ἀτέραμνος]].— Vgl. [[τέρην]].<br />'''Page''' 2,878 | |||
}} | }} |
Revision as of 13:40, 2 October 2019
English (LSJ)
(A) [ᾰ], ον, gen. ονος, (τείρω, τέρην)
A becoming soft by boiling, of pulse, Thphr.HP8.8.6, CP4.12.1 sq., cf. Plu.2.701d: Comp. -ονέστερος Thphr.CP5.6.12: also of soil fit for such plants, ib.4.12.3; of water, Phot.
τεράμων (B) [ᾰ], ωνος or οντος, ὁ (?),
A = κάλαμος, Anacr. ap. Hilgard Excerpta ex libris Herodiani (Leipzig 1887) p.21, Pl.Sph. ibid.: v. Hermes 35.544. (Said to be declined as -ντ- stem by Anacr. l.c. (this stem mentioned also by Arc. 13), but -ων -ωνος by Pl. l.c.: not found in our text of Pl.Sph., but τεράμωσι (or perh. τεράμουσι) is to be restored in 221a for καλάμοις.)
German (Pape)
[Seite 1092] gen. ονος, weich, zart, bes. was leicht weich kocht, von Hülsenfrüchten (verwandt mit τέρην), τεραμονέστερος, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
τεράμων: [ᾰ], -ον, γεν. ονος, (τείρω, τέρην) ὁ διὰ τοῦ βρασμοῦ γινόμενος μαλακός, ἐπὶ ὀσπρίων, ἑψανός, εὐκολόβραστος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 8, 6, π. Φυτ. Αἰτ. 4. 12, 1 κἑξ.· ὡσαύτως ἐπὶ ἐδάφους ἢ χώματος καταλλήλου διὰ τοιαῦτα φυτά, Σουΐδ.· καὶ ἐπὶ ὕδατος, Φώτ.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
tendre, facile à cuire.
Étymologie: cf. τέρην.
Greek Monolingual
(I)
-ον, Α
1. απαλός, τρυφερός και, ιδίως για όσπρια, αυτός που μετά από βράσιμο γίνεται μαλακός
2. (για χώμα) κατάλληλος για φυτά που δίνουν καρπούς θραστερούς
3. (για νερό) αυτός που συντελεί στο καλό βράσιμο τών οσπρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από τη ρίζα ter- «τρίβω, διατρυπώ», πιθ. μέσω αμάρτυρου ουδ. τέραμα (πρβλ. πῆμα: ἀπήμων: πήμων) και συνδέεται με τα τείρω «κατατρίβω», τέρην «μαλακός, τρυφερός»].
(II)
-οντος ή -ωνος, ὁ, Α
κάλαμος, καλάμι.
Russian (Dvoretsky)
τεράμων: 2, gen. ονος (ᾰ) мягкий, нежный, т. е. легко разваривающийся (καρποί Plut.).
Frisk Etymology German
τεράμων: -ονος
{terámōn}
Meaning: ‘weich (gekocht)’, von Hülsenfrüchten u.a. (Thphr., Phot.)
Derivative: mit τεραμότης f. Weichheit (Thphr.; vgl. μειότης zu μείων).
Etymology : Wohl sekundär zu ἀτεράμων wie πήμων zu ἀπήμων (s. πῆμα) und τέραμνον· ἁπαλόν, ἑψανόν (Phot., Suid.) zu ἀτέραμνος. Letzten Endes jedenfalls zu *τέραμα, s. ἀτέραμνος.— Vgl. τέρην.
Page 2,878