γουνός: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist

Menander, Monostichoi, 106
m (Text replacement - " . ." to "…")
(1a)
Line 45: Line 45:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=[[γουνός]] ep. gen. sing. van [[γόνυ]].<br />[[γουνός]] -οῦ, ὁ heuvel, helling.
|elnltext=[[γουνός]] ep. gen. sing. van [[γόνυ]].<br />[[γουνός]] -οῦ, ὁ heuvel, helling.
}}
{{FriskDe
|ftr='''γουνός''': {gounós}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': Bed. nicht ganz sicher, wahrscheinlich mit ''EM'' und Orion = ὑψηλὸς [[τόπος]], [[Bühl]], [[Hügel]] (ep. ion.).<br />'''Etymology''' : Wenn der thessal. ON Γόννος (Γόννοι, Γοννοῦσσα) damit identisch ist (Fick BB 23, 21 und 34), war *γονϝος die ursprüngliche Form, die seit alters (''EM'') als eine thematische Erweiterung von [[γόνυ]] betrachtet worden ist. Von Γόννος, *Γοῦνος wahrscheinlich als eponymer Name Γουνεύς Β 748, s. Boßhardt Die Nomina auf -ευς 111f. — Die lautliche Ähnlichkeit zwischen γουνὸς (ἀλωῆς) und russ. ''gumnó'' [[Tenne]] (Pisani Rend. Acc. Lincei 6 : 4, 359f.) muß zufällig sein, s. über das slav. Wort Vasmer Russ. et. Wb. s. v.<br />'''Page''' 1,322
}}
}}

Revision as of 14:30, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γουνός Medium diacritics: γουνός Low diacritics: γουνός Capitals: ΓΟΥΝΟΣ
Transliteration A: gounós Transliteration B: gounos Transliteration C: gounos Beta Code: gouno/s

English (LSJ)

ὁ,

   A high ground, φυτὸν ὣς γουνῷ ἀλωῆς Il.18.57; ἀνὰ γουνὸν ἀλωῆς οἰνοπέδοιο Od.1.193, etc.; ἐκ Κρήτης ἐς γουνὸν Ἀθηνάων 11.323; τῆς Ἀττικῆς… τὸν γ. τὸν Σουνιακόν Hdt.4.99: pl., γουνοῖσιν Ἐλευθῆρος μεδέουσα Hes.Th.54; γουνοῖσιν κατένασσε Νεμείης ib.329; ἐν γουνοῖς Ἀθανᾶν Pi.I.4(3).25. (Expld. as τόπος γονιμώτατος by Sch.Il. l.c., but better as ὑψηλὸς τόπος (cf. γόνυ) Orion 38, EM239.5.)

German (Pape)

[Seite 503] ὁ, Hom. sechsmal, γουνῷ ἀλωῆς Versende Iliad. 9, 534. 18, 57. 438, ἀνὰ γουνον ἀλωῆς οἰνοπέδοιο Odyss. 1, 193, κατὰ γουνὸν ἀλωῆς οἰνοπέδοιο Odyss. 11, 193, ἥν ποτε Θησεὺς ἐκ Κρήτης ἐς γουνὸν Ἀθηνάων ἱεράων ἦγε Odyss. 11, 323. Es giebt zwei Erklärungen: Nach der einen ist γουνός Nebenform von γόνος, γονή, und bedeutet das fruchtbare Ackerland, also γουνὸς ἀλωῆς genitiv. definitivus, die ἀλωή ist der γουνός; diese Erklärung scheint Vielen nicht recht auf γουνὸν Ἀθηνάων zu passen, weil Attika mehr schlechten Boden als fruchtbare Striche enthalte. Nach der anderen Erklärung ist γουνός verwandt mit γόνυ, γῶνος, und bedeutet die Anhöhe, die Ecke, den Vorsprung; diese Erklärung paßt wohl besser auf γουνὸν Ἀθηνάων, aber schlechter auf γουνὸς ἀλωῆς. Die Stelle, wo γουνὸν Ἀθηνάων steht, scheint späteres Ursprungs zu sein; sie enthält noch mehreres andere sehr Auffällige. An sie schließen sich γουνοῖς Ἀθανᾶν Pind. I. 4, 25, Hesiod. Th. 54 γουνοῖσιν Ἐλευθῆρος, 329 γουνοῖσιν Νεμείης, Herodot. 4, 99 τον γουνὸν τὸν Σουνιακόν. Allein auf diese Stellen kommt bei der Untersuchung über die ursprüngliche Bedeutung des Wortes Nichts an, weil die Autoren eben von Homer abhangen und dessen γουνὸν Ἀθηνάων vor Augen haben. Vgl. noch Scholl. Iliad. 18, 57 Apollon. Lex. Homer. p. 55, 20.

Greek (Liddell-Scott)

γουνός: ὁ, γόνιμος χώρα, φυτὸν ὥς γουνῷ ἀλωῆς Ἰλ. Σ.

French (Bailly abrégé)

1οῦ (ὁ) :
hauteur arrondie, terrain en mamelon.
Étymologie: γόνυ.
2v. γόνυ.

English (Autenrieth)

probably (if from γόνυ) curve, slope; of hilly places, γουνὸν Ἀθηναίων, Od. 11.323 (cf. Hdt. iv. 99); ἀλωῆς, α 1, Il. 18.57.

English (Slater)

γουνός
   1 high ground ? (φάμα) ἅ τε κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἅρμα καρύξαισα νικᾶν (I. 4.25)

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ

• Alolema(s): γῶνος Hsch.
1 agr. terreno fértil para cultivo, bancal esp. de viñas τὸν μὲν ἐγὼ θρέψασα, φυτὸν ὣς γουνῷ ἀλωῆς al que yo crié cual cepa en bancal de viñedo, Il.18.57, θαλύσια γουνῷ ἀλωῆς Il.9.534, ἀνὰ γουνὸν ἀλωῆς οἰνοπέδοιο Od.1.193, cf. Q.S.8.278, Hsch., EM 239.4G.
tb. simpl. tierra, suelo Hsch.s.u. γῶνος.
2 promontorio, cerro Ἀριάδνην ... ἥν ποτε Θησεὺς ... ἐς γουνὸν Ἀθηνάων ἱεράων ἦγε μέν Ariadna a quien una vez Teseo quería llevar al promontorio de la sagrada Atenas, Od.11.323, cf. Orác. en Sch.E.Med.679, τὸν γουνὸν τὸν Σουνιακόν Hdt.4.99, Ἀκταίη τις ἔναιεν Ἐρεχθέος ἔν ποτε γουνῷ Call.Fr.230, plu. poét. Μνημοσύνη, γουνοῖσιν Ἐλευθῆρος μεδέουσα Mnemosine, señora de las colinas de Eleuter Hes.Th.54, τόν ῥ' Ἥρη ... γουνοῖσιν κατένασσε Νεμείης Hes.Th.329, ἐν γουνοῖς Ἀθανᾶν Pi.I.3/4.43.

• Etimología: Quizá rel. γόνυ interpr. como ‘lugar elevado’. < γουνός γοῦνος > γουνός
v. γόνυ.

Greek Monolingual

γουνός, ο (Α)
1. εύφορος, γόνιμος τόπος
2. ύψωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λέξη ήδη ομηρική που από την αρχαιότητα ερμηνεύθηκε διττά: ως «υψηλός τόπος» και ως «γονιμώτατος τόπος» (η δεύτερη ερμηνεία δεν είναι καθολικά αποδεκτή). Ο τ. γουνός (με τη σημασία «υψηλός τόπος») < γονFος, παρεκτεταμένος τ. του γόνυ, ενώ αμφισβητήσιμη θεωρείται η αναγωγή του θεσσαλικού τοπωνυμίου Γόννος στο γονFος].

Greek Monotonic

γουνός: αμφίβ. λέξη, πιθ. = βουνὸς (βλ. Β, β III), λόφος χώματος· γουνὸς Ἀθηνάων, ο λόφος ή η ακρόπολη της Αθήνας, σε Ομήρ. Οδ.· ὁγουνὸς ὁ Σουνιακός, ο λόφος του Σουνίου, σε Ηρόδ.· ἀνὰ γουνὸν ἀλωῆς, πάνω στην πλαγιά του αλωνιού, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

γουνός:
I эп.-ион. gen. к γόνυ.
II ὁ бугор, холм, нагорье (Ἀθηνάων Hom. и γουνοὶ Ἀθανᾶν Pind.; γουνοὶ Νεμείης Hes.; γ. Σουνιακός Her.): γ. ἀλωῆς Hom. сад на возвышенности.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: hill (Il.), EM, Orion = ὑψηλὸς τόπος.
Derivatives: From Γόννος, *Γοῦνος perh. the name Γουνεύς Β 748, s. Boßhardt Nomina auf -ευς 111f. -
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Compared with Thessal. PN Γόννος (Γόννοι, Γοννοῦσσα), which suggests *γονϜος, but the development of -νϜ- is uncertain (Buck, Gr. Dial. $54). Since antiquity (EM) derived from γόνυ, which is improbable. The comparison with Russ. gumnó threshing-floor (Pisani, Rend. Acc. Lincei 6 : 4, 359f.) is not convincing; s. Vasmer Russ. et. Wb. s. v. - Also γῶνος H. and χῶνος H., so clearly Pre-Greek. Fur. 138 further mentions material from Sardinia (Gonnos, Gonni), Berber, Basque and Caucasian.

Middle Liddell

[a doubtful word, prob. = βουνός.]
a hill, γ. Ἀθηνάων the hill or citadel of Athens, Od.; ὁ γ. ὁ Σουνιακός the hill of Sunium, Hdt.; ἀνὰ γουνὸν ἀλωῆς up the slope of the threshing floor, Od.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γουνός ep. gen. sing. van γόνυ.
γουνός -οῦ, ὁ heuvel, helling.

Frisk Etymology German

γουνός: {gounós}
Grammar: m.
Meaning: Bed. nicht ganz sicher, wahrscheinlich mit EM und Orion = ὑψηλὸς τόπος, Bühl, Hügel (ep. ion.).
Etymology : Wenn der thessal. ON Γόννος (Γόννοι, Γοννοῦσσα) damit identisch ist (Fick BB 23, 21 und 34), war *γονϝος die ursprüngliche Form, die seit alters (EM) als eine thematische Erweiterung von γόνυ betrachtet worden ist. Von Γόννος, *Γοῦνος wahrscheinlich als eponymer Name Γουνεύς Β 748, s. Boßhardt Die Nomina auf -ευς 111f. — Die lautliche Ähnlichkeit zwischen γουνὸς (ἀλωῆς) und russ. gumnó Tenne (Pisani Rend. Acc. Lincei 6 : 4, 359f.) muß zufällig sein, s. über das slav. Wort Vasmer Russ. et. Wb. s. v.
Page 1,322