ὑπερβαλλόντως: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
(1b)
(c2)
Line 36: Line 36:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[adverb of [[ὑπερβάλλω]]<br />[[exceedingly]], Plat.
|mdlsjtxt=[adverb of [[ὑπερβάλλω]]<br />[[exceedingly]], Plat.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':ØperballÒntwj 虛胚而-巴朗拖士<p>'''詞類次數''':副詞(1)<p>'''原文字根''':在上面-投 正如<p>'''字義溯源''':過度地,過量地,過重的,無限的;源自([[ὑπερβάλλω]])=投出超過正常的標準),由([[ὑπέρ]] / [[ὑπερεγώ]])*=在上,過於)與([[βάλλω]] / [[ἀμφιβάλλω]])*=投,擲)組成<p/>'''出現次數''':總共(1);林後(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 是過量的(1) 林後11:23
}}
}}

Revision as of 21:25, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερβαλλόντως Medium diacritics: ὑπερβαλλόντως Low diacritics: υπερβαλλόντως Capitals: ΥΠΕΡΒΑΛΛΟΝΤΩΣ
Transliteration A: hyperballóntōs Transliteration B: hyperballontōs Transliteration C: ypervallontos Beta Code: u(perballo/ntws

English (LSJ)

v. sq. A. 11.5.

German (Pape)

[Seite 1192] adv. part. praes. act. von ὑπερβάλλω, übermäßig; Plat. Rep. VI, 492 b u. öfter; im Ggstz von μετρίως, Isocr. 1, 28; Pol. 16, 24, 4 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερβαλλόντως: ἰδὲ τὸ ἑπόμ. ΙΙ. 5. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπερβαλλόντως, λίαν». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 253.

French (Bailly abrégé)

adv.
d’une manière excessive ou extraordinaire.
Étymologie: ὑπερβάλλω.

English (Strong)

adverb from present participle active of ὑπερβάλλω; excessively: beyond measure.

English (Thayer)

(from the participle of the verb ὑπερβάλλω, as ὄντως from ὤν), above measure: Xenophon, Plato, Polybius, others.)

Greek Monolingual

ὑπερβαλλόντως ΝΜΑ
επίρρ. υπέρμετρα, υπερβολικά, καθ' υπερβολήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερβάλλων, -οντος, μτχ. ενεστ. του ρ. ὑπερβάλλω + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monotonic

ὑπερβαλλόντως: επίρρ. του επόμ., υπερβολικά, υπέρμετρα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερβαλλόντως: сверх меры; чрезвычайно, крайне Xen., Plat., Isocr., Polyb.

Middle Liddell

[adverb of ὑπερβάλλω
exceedingly, Plat.

Chinese

原文音譯:ØperballÒntwj 虛胚而-巴朗拖士

詞類次數:副詞(1)

原文字根:在上面-投 正如

字義溯源:過度地,過量地,過重的,無限的;源自(ὑπερβάλλω)=投出超過正常的標準),由(ὑπέρ / ὑπερεγώ)*=在上,過於)與(βάλλω / ἀμφιβάλλω)*=投,擲)組成

出現次數:總共(1);林後(1)

譯字彙編

1) 是過量的(1) 林後11:23