превосходить: Difference between revisions
From LSJ
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
(5) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[παρατρέχω]], [[καίνυμαι]], [[ὑπερπαίω]], [[ὑπερφρονέω]], [[καταβρίθω]], [[πρωτεύω]], [[καθυπερέχω]], [[ἐκπρέπω]], [[προκατέχω]], [[καταπροτερέω]], [[περίειμι]], [[ὑπερτρέχω]], [[περιγίγνομαι]], [[περιγίνομαι]], [[ἀποκαίνυμαι]], [[ὑπερακοντίζω]], [[προΐστημι]], [[ἐπικαίνυμαι]], [[ὑπερεκπίπτω]], [[ὑπερπηδάω]], [[ὑπερφύομαι]], [[ὑπερέρχομαι]], [[ὑπεραναβαίνω]], [[ἀποκρατέω]], [[ἀμεύομαι]], [[παραμεύομαι]], [[ὑπεράγω]], [[ὑπερτερέω]], [[πλεονεκτέω]], [[κατακαυχάομαι]], [[διαβαίνω]] | |rueltext=[[προέχω]], [[διαφέρω]], [[παραλλάσσω]], [[προβάλλω]], [[παραφέρω]], [[προφέρω]], [[ὑπερκύπτω]], [[ὑπερφέρω]], [[παρατρέχω]], [[καίνυμαι]], [[ὑπερπαίω]], [[ὑπερφρονέω]], [[καταβρίθω]], [[πρωτεύω]], [[καθυπερέχω]], [[ἐκπρέπω]], [[προκατέχω]], [[καταπροτερέω]], [[περίειμι]], [[ὑπερτρέχω]], [[περιγίγνομαι]], [[περιγίνομαι]], [[ἀποκαίνυμαι]], [[ὑπερακοντίζω]], [[προΐστημι]], [[ἐπικαίνυμαι]], [[ὑπερεκπίπτω]], [[ὑπερπηδάω]], [[ὑπερφύομαι]], [[ὑπερέρχομαι]], [[ὑπεραναβαίνω]], [[ἀποκρατέω]], [[ἀμεύομαι]], [[παραμεύομαι]], [[ὑπεράγω]], [[ὑπερτερέω]], [[πλεονεκτέω]], [[κατακαυχάομαι]], [[διαβαίνω]], [[ὑπερβαίνω]], [[ὑπεραίρω]], [[ὑπερέχω]], [[ὑπερτείνω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:55, 15 October 2019
Russian > Greek
προέχω, διαφέρω, παραλλάσσω, προβάλλω, παραφέρω, προφέρω, ὑπερκύπτω, ὑπερφέρω, παρατρέχω, καίνυμαι, ὑπερπαίω, ὑπερφρονέω, καταβρίθω, πρωτεύω, καθυπερέχω, ἐκπρέπω, προκατέχω, καταπροτερέω, περίειμι, ὑπερτρέχω, περιγίγνομαι, περιγίνομαι, ἀποκαίνυμαι, ὑπερακοντίζω, προΐστημι, ἐπικαίνυμαι, ὑπερεκπίπτω, ὑπερπηδάω, ὑπερφύομαι, ὑπερέρχομαι, ὑπεραναβαίνω, ἀποκρατέω, ἀμεύομαι, παραμεύομαι, ὑπεράγω, ὑπερτερέω, πλεονεκτέω, κατακαυχάομαι, διαβαίνω, ὑπερβαίνω, ὑπεραίρω, ὑπερέχω, ὑπερτείνω