следовать: Difference between revisions
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
(6) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[συναπάγω]], [[στοιχέω]], [[μετακιάθω]], [[ἐξακολουθέω]], [[συνέπομαι]], [[συνακολουθέω]], [[παρακολουθέω]], [[μέτειμι]], [[ἐφομαρτέω]], [[συμπεριφέρω]], [[ἀνηγέομαι]], [[ἀναγέομαι]], [[συμβαίνω]], [[συνεξακολουθέω]], [[καταδιώκω | |rueltext=[[ἱκνέομαι]], [[σημαίνω]], [[ἔπειμι]], [[ἐπιβάλλω]], [[ἐπιγίγνομαι]], [[συγκαθίημι]], [[ἐπιφέρω]], [[ἕπομαι]], [[ἐφέπω]], [[συναπάγω]], [[στοιχέω]], [[μετακιάθω]], [[ἐξακολουθέω]], [[συνέπομαι]], [[συνακολουθέω]], [[παρακολουθέω]], [[μέτειμι]], [[ἐφομαρτέω]], [[συμπεριφέρω]], [[ἀνηγέομαι]], [[ἀναγέομαι]], [[συμβαίνω]], [[συνεξακολουθέω]], [[καταδιώκω]], [[ἐπιγίνομαι]], [[ἀκολουθέω]], [[κατακολουθέω]], [[ἐπακολουθέω]], [[μεθέπω]], [[στιχάομαι]], [[παρέπομαι]], [[διακολουθέω]], [[συμπαρακολουθέω]], [[συνομαρτέω]], [[ὀπαδέω]], [[ὀπηδέω]], [[μετασεύομαι]], [[μετασσεύομαι]], [[μετέρχομαι]], [[ἐπακολουθέω]], [[ἐπέρχομαι]], [[βιβάω]], [[συνακολουθέω]], [[ὁμαρτέω]], [[κρατέω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:35, 15 October 2019
Russian > Greek
ἱκνέομαι, σημαίνω, ἔπειμι, ἐπιβάλλω, ἐπιγίγνομαι, συγκαθίημι, ἐπιφέρω, ἕπομαι, ἐφέπω, συναπάγω, στοιχέω, μετακιάθω, ἐξακολουθέω, συνέπομαι, συνακολουθέω, παρακολουθέω, μέτειμι, ἐφομαρτέω, συμπεριφέρω, ἀνηγέομαι, ἀναγέομαι, συμβαίνω, συνεξακολουθέω, καταδιώκω, ἐπιγίνομαι, ἀκολουθέω, κατακολουθέω, ἐπακολουθέω, μεθέπω, στιχάομαι, παρέπομαι, διακολουθέω, συμπαρακολουθέω, συνομαρτέω, ὀπαδέω, ὀπηδέω, μετασεύομαι, μετασσεύομαι, μετέρχομαι, ἐπακολουθέω, ἐπέρχομαι, βιβάω, συνακολουθέω, ὁμαρτέω, κρατέω