implacable: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(2) |
m (Woodhouse1 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Woodhouse1 | {{Woodhouse1 | ||
|Text=[[File:woodhouse_421.jpg|thumb|link={{filepath:woodhouse_421.jpg}}]] | |Text=[[File:woodhouse_421.jpg|thumb|link={{filepath:woodhouse_421.jpg}}]] | ||
===adjective=== | |||
[[stubborn]]: [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[αὐθάδης]], [[σκληρός]]. | |||
[[pitiless]]: [[prose|P.]] [[ἀπαραίτητος]], [[verse|V.]] [[νηλής]], [[δυσπαραίτητος]], [[δυσάλγητος]], [[ἀνοικτίρμων]] ([[Sophocles|Soph.]], ''Fragment''), [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[σχέτλιος]], [[πικρός]], [[Aristophanes|Ar.]] and [[verse|V.]] [[ἄτεγκτος]], [[ἄνοικτος]]; see [[cruel]], [[pitiless]]. | |||
of [[war]]: [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[ἄσπονδος]], [[prose|P.]] [[ἀκήρυκτος]]. | |||
[[implacable anger]]: [[verse|V.]] [[ἀστεργὴς ὀργή]], ἡ. | |||
[[unforgetting]]: [[verse|V.]] [[μνήμων]]. | |||
}} | }} | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἄσπονδος]], [[ἀπρήϋντος]], [[δυσκάθαρτος]], [[δυσίατος]], [[δυσπαραίτητος]], [[ἀτέραμνος]], [[ἀστεμφής]], [[ἀνίλαστος]], [[ἀνεξίλαστος]], [[ἀνοικτίρμων]], [[ἀμείλικτος]], [[δυσπαράκλητος]], [[ἀμείλιχος]], [[ἄσπειστος]], [[δυσδιάλλακτος]], [[ἄνοικτος]], [[ἄληκτος]], [[ἄτροπος]], [[ἀκαταπράϋντος]], [[ἀνήκεστος]], [[ἀνέλεος]], [[ἀμετάγνωστος]], [[ἀτρεής]], [[ἀναιδής]], [[ἀνίατος]], [[ἄθελκτος]], [[ἀνήλατος]], [[ἀστεργής]], [[ἄτεγκτος]], [[ἐναντιογνώμων]], [[ἀπότομος]], [[βαρύθυμος]] | |sltx=[[ἄσπονδος]], [[ἀπρήϋντος]], [[δυσκάθαρτος]], [[δυσίατος]], [[δυσπαραίτητος]], [[ἀτέραμνος]], [[ἀστεμφής]], [[ἀνίλαστος]], [[ἀνεξίλαστος]], [[ἀνοικτίρμων]], [[ἀμείλικτος]], [[δυσπαράκλητος]], [[ἀμείλιχος]], [[ἄσπειστος]], [[δυσδιάλλακτος]], [[ἄνοικτος]], [[ἄληκτος]], [[ἄτροπος]], [[ἀκαταπράϋντος]], [[ἀνήκεστος]], [[ἀνέλεος]], [[ἀμετάγνωστος]], [[ἀτρεής]], [[ἀναιδής]], [[ἀνίατος]], [[ἄθελκτος]], [[ἀνήλατος]], [[ἀστεργής]], [[ἄτεγκτος]], [[ἐναντιογνώμων]], [[ἀπότομος]], [[βαρύθυμος]] | ||
}} | }} |
Revision as of 08:52, 20 May 2020
English > Greek (Woodhouse)
adjective
stubborn: P. and V. αὐθάδης, σκληρός.
pitiless: P. ἀπαραίτητος, V. νηλής, δυσπαραίτητος, δυσάλγητος, ἀνοικτίρμων (Soph., Fragment), P. and V. σχέτλιος, πικρός, Ar. and V. ἄτεγκτος, ἄνοικτος; see cruel, pitiless.
of war: P. and V. ἄσπονδος, P. ἀκήρυκτος.
implacable anger: V. ἀστεργὴς ὀργή, ἡ.
Spanish > Greek
ἄσπονδος, ἀπρήϋντος, δυσκάθαρτος, δυσίατος, δυσπαραίτητος, ἀτέραμνος, ἀστεμφής, ἀνίλαστος, ἀνεξίλαστος, ἀνοικτίρμων, ἀμείλικτος, δυσπαράκλητος, ἀμείλιχος, ἄσπειστος, δυσδιάλλακτος, ἄνοικτος, ἄληκτος, ἄτροπος, ἀκαταπράϋντος, ἀνήκεστος, ἀνέλεος, ἀμετάγνωστος, ἀτρεής, ἀναιδής, ἀνίατος, ἄθελκτος, ἀνήλατος, ἀστεργής, ἄτεγκτος, ἐναντιογνώμων, ἀπότομος, βαρύθυμος