πολλαπλασιασμός: Difference between revisions
Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau
(4) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pollaplasiasmos | |Transliteration C=pollaplasiasmos | ||
|Beta Code=pollaplasiasmo/s | |Beta Code=pollaplasiasmo/s | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[multiplication]], Plu.2.388c, Gal.7.509, <span class="bibl">Procl. <span class="title">in Euc.</span>p.151</span> F.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:45, 28 June 2020
English (LSJ)
ὁ,
A multiplication, Plu.2.388c, Gal.7.509, Procl. in Euc.p.151 F.
German (Pape)
[Seite 658] ὁ, = Vorigem, Sp.; Multiplication, Plut. de εἰ ap. D. 8.
Greek (Liddell-Scott)
πολλαπλᾰσιασμός: ὁ, ὡς καὶ νῦν, Πλούτ. 2. 388C, κτλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
multiplication.
Étymologie: πολλαπλάσιος.
Ant. διαίρεσις.
Greek Monolingual
ὁ, ΝΜΑ πολλαπλασιάζω
αύξηση κατά ποσότητα ή μέγεθος
νεοελλ.
1. μαθημ. μία από τις θεμελιώδεις πράξεις της αριθμητικής η οποία γίνεται μεταξύ δύο αριθμών, του πολλαπλασιαστέου και του πολλαπλασιαστή, και κατά την οποία σχηματίζεται τρίτος που καλείται γινόμενο και εκφράζει επί πόσες μονάδες που ορίζουν τον πολλαπλασιαστή επαναλήφθηκε ο πολλαπλασιαστέος
2. διαιώνιση του είδους, αναπαραγωγή
3. φρ. α) «πολλαπλασιασμός νετρονίων»
φυσ. διαδικασία κατά την οποία ένα νετρόνιο παράγει κατά μέσον όρο περισσότερα του ενός νετρόνια όταν απορροφάται από ένα μέσο που περιέχει σχάσιμα νουκλίδια
β) «παράγοντας πολλαπλασιασμού» ή «συντελεστής πολλαπλασιασμού» — ο λόγος του συνολικού αριθμού τών παραγόμενων μέσα σε δεδομένο χρόνο νετρονίων ως αποτέλεσμα πυρηνικών σχάσεων σε ένα μέσο που περιέχει σχάσιμα νουκλίδια προς τον συνολικό αριθμό τών νετρονίων που εξαφανίζονται κατά το ίδιο χρονικό διάστημα και στο ίδιο μέσο λόγω απορροφήσεων ή διαφυγών.
Russian (Dvoretsky)
πολλαπλᾰσιασμός: ὁ умножение Plut.