ἐπαρτής: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(1ab)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epartis
|Transliteration C=epartis
|Beta Code=e)parth/s
|Beta Code=e)parth/s
|Definition=ές, (cf. sq.) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">ready-equipped</b>, ἐπαρτέες εἰσὶν ἑταῖροι <span class="bibl">Od.8.151</span>, cf. <span class="bibl">14.332</span>; <b class="b3">νῆες, ἐδωδή</b>, <span class="bibl">A.R.1.235</span>, <span class="bibl">3.299</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> (ἐπαρτάω) <b class="b2">depending</b>, ἐπαρτέες ἐκ νεφελάων . . πηγυλίδες <span class="bibl">Orph.<span class="title">Fr.</span>270.1</span> (s. v. l.).</span>
|Definition=ές, (cf. sq.) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">ready-equipped</b>, ἐπαρτέες εἰσὶν ἑταῖροι <span class="bibl">Od.8.151</span>, cf. <span class="bibl">14.332</span>; <b class="b3">νῆες, ἐδωδή</b>, <span class="bibl">A.R.1.235</span>, <span class="bibl">3.299</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> (ἐπαρτάω) [[depending]], ἐπαρτέες ἐκ νεφελάων . . πηγυλίδες <span class="bibl">Orph.<span class="title">Fr.</span>270.1</span> (s. v. l.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:30, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαρτής Medium diacritics: ἐπαρτής Low diacritics: επαρτής Capitals: ΕΠΑΡΤΗΣ
Transliteration A: epartḗs Transliteration B: epartēs Transliteration C: epartis Beta Code: e)parth/s

English (LSJ)

ές, (cf. sq.)

   A ready-equipped, ἐπαρτέες εἰσὶν ἑταῖροι Od.8.151, cf. 14.332; νῆες, ἐδωδή, A.R.1.235, 3.299.    II (ἐπαρτάω) depending, ἐπαρτέες ἐκ νεφελάων . . πηγυλίδες Orph.Fr.270.1 (s. v. l.).

German (Pape)

[Seite 905] ές, bereit, gerüstet, fertig; ἑταῖροι Od. 8, 151; νῆες Ap. Rh. 1, 234; δαίς 2, 1177 u. a. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαρτής: -ές, (ἀρτέομαι) ἕτοιμος, παρεσκευασμένος, ἐπαρτέες εἰσὶν ἑταῖροι, «ἕτοιμοι, ἐπηρτησμένοι» (Σχόλ.), Ὀδ. Θ. 151, πρβλ. Ξ. 332, Τ. 289· νῆες, ἐδωδὴ Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 234, Γ. 299.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
préparé, prêt.
Étymologie: ἐπί, ἀρτάω.

English (Autenrieth)

ές (root ἀρ): equipped, ready. (Od.)

Greek Monolingual

ἐπαρτής, -ές (Α)
1. έτοιμος, προετοιμασμένος («ἐπαρτέες εἰσὶν ἑταῑροι», Ομ. Οδ.)
2. εξαρτημένος, κρεμασμένος από κάπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρτώ «κρεμώ, εξαρτώ»].
ο
ναυτ. όργανο για ανύψωση βαρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θ. αρ- (αίρω < αργω) + επίθημα -της].

Greek Monotonic

ἐπαρτής: -ές (ἀρτάω), έτοιμος για εργασία, εφοδιασμένος, εξοπλισμένος, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαρτής: готовый, снаряженный (ἑταίροι Hom.).

Middle Liddell

ἐπ-αρτής, ές ἀρτάω
ready for work, equipt, Od.