ἀρίσημος: Difference between revisions
περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=arisimos | |Transliteration C=arisimos | ||
|Beta Code=a)ri/shmos | |Beta Code=a)ri/shmos | ||
|Definition=[<b class="b3">ᾰρῐ], ον,</b> (σῆμα) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[notable]], ἀρίσημα δὲ ἔργα τέτυκτο <span class="bibl"><span class="title">h.Merc.</span> 12</span>; καὶ τύμβος καὶ παῖδες ἐν ἀνθρώποις ἀρίσημοι <span class="bibl">Tyrt.12.29</span>; ἀνήρ <span class="bibl">Hp. <span class="title">Ep.</span>10</span>; εἰκών <span class="title">Epigr.Gr.</span>260 (Cyrene). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> | |Definition=[<b class="b3">ᾰρῐ], ον,</b> (σῆμα) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[notable]], ἀρίσημα δὲ ἔργα τέτυκτο <span class="bibl"><span class="title">h.Merc.</span> 12</span>; καὶ τύμβος καὶ παῖδες ἐν ἀνθρώποις ἀρίσημοι <span class="bibl">Tyrt.12.29</span>; ἀνήρ <span class="bibl">Hp. <span class="title">Ep.</span>10</span>; εἰκών <span class="title">Epigr.Gr.</span>260 (Cyrene). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[plain]], [[visible]], τρίβος <span class="bibl">Theoc.25.158</span>. Adv. -μως <span class="bibl">Hld.6.14</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 00:10, 30 June 2020
English (LSJ)
[ᾰρῐ], ον, (σῆμα)
A notable, ἀρίσημα δὲ ἔργα τέτυκτο h.Merc. 12; καὶ τύμβος καὶ παῖδες ἐν ἀνθρώποις ἀρίσημοι Tyrt.12.29; ἀνήρ Hp. Ep.10; εἰκών Epigr.Gr.260 (Cyrene). II plain, visible, τρίβος Theoc.25.158. Adv. -μως Hld.6.14.
German (Pape)
[Seite 351] (σῆμα), sehr deutlich, offenkundig, H. h. Merc. 12; -σαμος Theocr. 25, 158. – Adv. -σήμως Heliod. 6, 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρίσημος: -ον, (σῆμα) λίαν φανερός, ἀξιοσημείωτος, περιφανής, ἀρίσημα δὲ ἔργα τέτυκτο Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 12· καὶ τύμβος καὶ παῖδες ἐν ἀνθρώποις ἀρίσημοι Τυρταῖος 9. 29· εἰκών, Συλλ. Ἐπιγρ. 5362b. ΙΙ. σφόδρα ἐναργής, ὀρατός, τρίβος Θεόκρ. 25. 158. - Ἐπίρρ. -μως Ἡλιόδ. 6. 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 notable, remarquable;
2 tout à fait visible.
Étymologie: ἀρι-, σῆμα.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀρίσαμος GVI 1254.1 (Cirene III/II a.C.)
• Prosodia: [ᾰρῐ-]
I 1fácil de ver, bien visible τρίβος Theoc.25.158.
2 ilustre, famoso τύμβος καὶ παῖδες Tyrt.8.29, ἀνήρ Hp.Ep.10, ἔργα h.Merc.12, ἱρά Maiist.35, εἰκών GVI l.c.
II adv. -ως muy claramente τὴν μαντείαν ἀ. δηλοῦν Hld.6.14.6.
Greek Monolingual
ἀρίσημος, -ον (Α)
1. αξιοσημείωτος, σημαντικός
2. ευδιάκριτος, αυτός που φαίνεται καθαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι- + -σημος < σήμα].
Greek Monotonic
ἀρίσημος: Δωρ. -σᾱμος, -ον (σῆμα)·
I. αξιοσημείωτος, σε Ομηρ. Ύμν., Τυρτ.
III. πολύ σαφής, εναργής, ορατός, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρίσημος: дор. v. l. ἀρίσᾱμος 2
1) замечательный (ἔργα HH);
2) заметный (τρίβος οὐκ ἀ. ἐν ὕλῃ Theocr.).
Middle Liddell
σῆμα
I. very notable, Hhymn., Tyrtae.
II. very plain, visible, Theocr.