μαγειρεύω: Difference between revisions
τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mageireyo | |Transliteration C=mageireyo | ||
|Beta Code=mageireu/w | |Beta Code=mageireu/w | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">to be a cook, cook meat</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Char.</span>6.5</span>, Plu.2.704a, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>3.18</span>: c. acc., μ. τὰ ἱερεῖα <span class="bibl">Ath.4.173d</span>, cf. Chor. in <span class="title">Reu.Phil.</span>1.232:—Pass., <b class="b3">τὰ μαγειρευόμενα ὄσπρια</b> Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>1207</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">to be a cook, cook meat</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Char.</span>6.5</span>, Plu.2.704a, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>3.18</span>: c. acc., μ. τὰ ἱερεῖα <span class="bibl">Ath.4.173d</span>, cf. Chor. in <span class="title">Reu.Phil.</span>1.232:—Pass., <b class="b3">τὰ μαγειρευόμενα ὄσπρια</b> Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>1207</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[to be a butcher]], <span class="bibl">Babr.122.16</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> metaph., [[butcher]], [[massacre]], <span class="bibl">LXX <span class="title">La.</span>2.21</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:15, 30 June 2020
English (LSJ)
A to be a cook, cook meat, Thphr.Char.6.5, Plu.2.704a, Porph.Abst.3.18: c. acc., μ. τὰ ἱερεῖα Ath.4.173d, cf. Chor. in Reu.Phil.1.232:—Pass., τὰ μαγειρευόμενα ὄσπρια Sch.Ar.Pl.1207. 2 to be a butcher, Babr.122.16. 3 metaph., butcher, massacre, LXX La.2.21.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰγειρεύω: ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «μαγειρεύω», Θεοφρ. Χαρακτ. 6, Πλούτ. 2. 704Α· μετ’ αἰτ., μ. τὰ ἱερεῖα Ἀθήν. 179D· - Παθ., τὰ μαγειρευόμενα ὄσπρια Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1207. 2) κρεουργῶ, κόπτω τὰ κρέατα ὡς κρεοπώλης, Βαβρ. 122. 16.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐμαγείρευσα;
être cuisinier.
Étymologie: μάγειρος.
Greek Monolingual
και μαγερεύω και μαγερεύγω (AM μαγειρεύω, Μ και μαγερεύγω και μαγερεύω) μάγειρος
παρασκευάζω φαγητό, ασχολούμαι με το μαγείρεμα (α. «μαγειρεύω σχεδόν κάθε μέρα» β. «παρόσον τὰ ἱερὰ περιτέμνοντες δῆλον ὡς ἐμαγείρευον αὐτὰ καὶ ἐκαρύκευον», Αθήν.)
νεοελλ.
παροιμ. α) «ὁ,τι μαγειρεύεις τρως» — η αμοιβή σου θα είναι ανάλογη με την εργασία σου ή ό,τι είδους ενέργειες κάνεις, ανάλογα αποτελέσματα θα έχεις
β) «δεν μαγερεύουν όλες οι γωνιές που καπνίζουν» — τα φαινόμενα απατούν
γ) «οπού μαγερεύει ψέματα η κοιλιά του το ξέρει» — τίποτε δεν αποκτά κάποιος μόνο με κενά λόγια και χωρίς έργα
νεοελλ.-μσν.
μτφ. δολοπλοκώ, δολιεύομαι κάποιο αποτέλεσμα που επιθυμώ, μηχανορραφώ
αρχ.
1. κόβω κρέας σε μερίδες
2. κρεουργώ, σφάζω, σφαγιάζω.
Greek Monotonic
μᾰγειρεύω: μέλ. -σω,
I. είμαι μάγειρας, μαγειρεύω κρέας, σε Θεοφρ.
II. είμαι χασάπης, σε Βάβρ.
Russian (Dvoretsky)
μᾰγειρεύω:
1) быть поваром, стряпать Plut.;
2) быть мясником Babr.
Middle Liddell
μᾰγειρεύω,
I. to be a cook, to cook meat, Theophr.
II. to be a butcher, Babr.