κατάκορος: Difference between revisions
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katakoros | |Transliteration C=katakoros | ||
|Beta Code=kata/koros | |Beta Code=kata/koros | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[κατακορής]], <span class="bibl">Poll.5.151</span>, Thom.Mag.<span class="bibl">p.105</span> R.; κ. Χρῆσις ἀφροδισίων <span class="bibl">Steph.<span class="title">in Gal.</span>1.239</span> D.:—in Adv., of colours, [[deeply]], κ. μέλας <span class="title">Gp.</span>16.2.1. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> metaph., [[immoderate]], κ. καὶ περίεργοι ἱερουργίαι <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alex.</span>2</span>. Adv. <b class="b3">-ρως</b>, | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[κατακορής]], <span class="bibl">Poll.5.151</span>, Thom.Mag.<span class="bibl">p.105</span> R.; κ. Χρῆσις ἀφροδισίων <span class="bibl">Steph.<span class="title">in Gal.</span>1.239</span> D.:—in Adv., of colours, [[deeply]], κ. μέλας <span class="title">Gp.</span>16.2.1. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> metaph., [[immoderate]], κ. καὶ περίεργοι ἱερουργίαι <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alex.</span>2</span>. Adv. <b class="b3">-ρως</b>, [[to excess]], ᾧ -κόρως Χρῶνται οἱ λογογράφοι <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1408a33</span>; <b class="b3">τῇ τύχῃ κ. Χρώμενος</b> Decr. ap. <span class="bibl">D.18.182</span>, cf. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cic.</span>5</span>; κ. Χρώμενοι τῇ κραυγῇ <span class="bibl">Plb.4.12.9</span>, cf. Phld.<span class="title">Rh.</span>1.157, 366S., Dsc.2.52, lamb.<span class="title">Protr.</span>21.<b class="b3">κ</b>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:15, 30 June 2020
English (LSJ)
ον,
A = κατακορής, Poll.5.151, Thom.Mag.p.105 R.; κ. Χρῆσις ἀφροδισίων Steph.in Gal.1.239 D.:—in Adv., of colours, deeply, κ. μέλας Gp.16.2.1. II metaph., immoderate, κ. καὶ περίεργοι ἱερουργίαι Plu.Alex.2. Adv. -ρως, to excess, ᾧ -κόρως Χρῶνται οἱ λογογράφοι Arist.Rh.1408a33; τῇ τύχῃ κ. Χρώμενος Decr. ap. D.18.182, cf. Plu.Cic.5; κ. Χρώμενοι τῇ κραυγῇ Plb.4.12.9, cf. Phld.Rh.1.157, 366S., Dsc.2.52, lamb.Protr.21.κ.
German (Pape)
[Seite 1355] gesättigt, satt, auch überdrüssig, Sp.; besser κατακορής; von der Farbe, gesättigt, dunkel, Plat. Tim. 68 c; χρῶμα κατακορές dem ἀμαυρόν entggstzt S. Emp. pyrrh. 1, 105; Ggstz des Gemischten, rein, Arist. probl. 30, 1 u. Sp.; – übertrieben, unmäßig, παῤῥησία Plat. Phaedr. 240 e; Arist. rhet. 3, 3; πολὺς μὲν ἦν ἐν τούτοις καὶ κατακορής Pol. 40, 6, 3; κατάκοροι καὶ περίεργοι ἱερουργίαι Plut. Alex. 2; a. Sp. – Adv. κατακόρως, zur Genüge, hinlänglich, τῇ τύχῃ χρῆσθαι Dem. 18, 182; im Uebermaß, Pol. 4, 12, 9; Plut. Cic. 5 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατάκορος: -ον, = κατακορής, Πολυδ. Ε΄, 151, Θωμᾶς Μάγιστρ. ἐν λ. διάκορος·― ἐπὶ χρωμάτων, κατακόρως πρασίζειν Διοσκ. (;)· κ. μέλας Γεωπ. 16. 2, 1. ΙΙ. μεταφ. ὡς τὸ κατακορής, ὑπερβολικὸς καὶ ὀχληρός, τοῦ τῶν γυναικῶν γένους λάλου καὶ κατακόρου ὄντος Πολύβ. 32. 12, 10· κ. καὶ περίεργοι ἱερουργίαι Πλουτ. Ἀλέξ. 2.― Ἐπίρρ. -ρως, εἰς ὑπερβολήν, ἀμέτρως, τῇ τύχῃ κατ. χρώμενος παρὰ Δημ. 289. 16, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 7, 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. κατακορής.
Greek Monolingual
κατάκορος, -ον (AM)
ο τελείως κορεσμένος
αρχ.
άμετρος, υπερβολικός («ταῑς κατακόροις γενέσθαι καὶ περιέργοις ἱερουργίαις», Πλούτ.).
επίρρ...
κατακόρως (AM κατακόρως)
υπέρμετρα, υπερβολικά («ὧ κατακόρως χρῶνται οἱ λογογράφοι», Αριστοτ.)
μσν.
με βαθύ χρώμα, με σκοτεινό χρώμα («κατακόρως μέλας», Γεωπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -κορος (< κόρος (Ι) «χορτασμός») πρβλ. αμφί-κορος, υπέρ-κορος].
Greek Monotonic
κατάκορος: -ον = κατακορής· επίρρ. -ρως, υπερβολικά, υπέρμετρα, παρά Δημ.
Russian (Dvoretsky)
κατάκορος: Polyb., Plut. v. l. = κατακορής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατά-κορος -ον [κατά, κορέννυμι] overdadig, buitensporig.
Middle Liddell
κατάκορος, ον = κατακορής
adv. -ρως, to excess, intemperately, ap. Dem.