μυσταγωγός: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mystagogos
|Transliteration C=mystagogos
|Beta Code=mustagwgo/s
|Beta Code=mustagwgo/s
|Definition=όν, (μύστης, ἄγω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[introducing]] or <b class="b2">initiating into mysteries</b>, IG5(1).1390.149 (Andania, i B.C.), <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alc.</span>34</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> generally, [[teacher]], [[guide]], βίου <span class="bibl">Men.550</span>, cf. <span class="bibl">Him.<span class="title">Or.</span>15.3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> in Sicily, = [[περιηγητής]], [[cicerone]], esp. at temples, Cic.<span class="title">Verr.</span>4.59.132. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> <b class="b2">Christian priest</b>, <span class="bibl">Men.Prot. p.111</span> D., <span class="bibl">Just.<span class="title">Nov.</span>137.1</span>.</span>
|Definition=όν, (μύστης, ἄγω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[introducing]] or <b class="b2">initiating into mysteries</b>, IG5(1).1390.149 (Andania, i B.C.), <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alc.</span>34</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> generally, [[teacher]], [[guide]], βίου <span class="bibl">Men.550</span>, cf. <span class="bibl">Him.<span class="title">Or.</span>15.3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> in Sicily, = [[περιηγητής]], [[cicerone]], esp. at temples, Cic.<span class="title">Verr.</span>4.59.132. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> [[Christian priest]], <span class="bibl">Men.Prot. p.111</span> D., <span class="bibl">Just.<span class="title">Nov.</span>137.1</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 22:25, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυστᾰγωγός Medium diacritics: μυσταγωγός Low diacritics: μυσταγωγός Capitals: ΜΥΣΤΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: mystagōgós Transliteration B: mystagōgos Transliteration C: mystagogos Beta Code: mustagwgo/s

English (LSJ)

όν, (μύστης, ἄγω)

   A introducing or initiating into mysteries, IG5(1).1390.149 (Andania, i B.C.), Plu.Alc.34, etc.    2 generally, teacher, guide, βίου Men.550, cf. Him.Or.15.3.    3 in Sicily, = περιηγητής, cicerone, esp. at temples, Cic.Verr.4.59.132.    4 Christian priest, Men.Prot. p.111 D., Just.Nov.137.1.

German (Pape)

[Seite 223] in die Mysterien einführend, einweihend; βίου, Men. fr. inc. 18 a; Plut. Dion. 56; Hesych. erkl. ἱερεὺς ὁ τοὺς μύστας ἄγων. – Nach Cicer. Verr. 4, 59 in Sicilien auch = περιηγητής.

Greek (Liddell-Scott)

μυστᾰγωγός: -όν, (μύστης, ἄγω) ὁ εἰσάγων ἢ μυῶν εἰς τὰ μυστήρια, Πλουτ. Ἀλκιβ. 34, κτλ., ἴδε Λοβεκ. Ἀγλαόφ. σ. 29. 2) καθόλου, διδάσκαλος, ὁδηγός, βίου Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 18, πρβλ. Ἱμέρ. 15. 3. 3) ἐν Σικελίᾳ = περιηγητής, ὁδηγός, ἐξηγητής, «cicerone», ἰδίως τῶν ναῶν, Κικ. Verr. 4. 59. 4) παρὰ τοῖς Ἐκκλησιαστικοῖς = ἱερεύς, Μένανδρ. Προτίκτωρ 329, 21, ἔκδ. Βόννης.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 prêtre chargé d’initier aux mystères, mystagogue;
2 guide, cicerone dans les sanctuaires.
Étymologie: μύστης, ἄγω.

Spanish

guía de los misterios

Greek Monolingual

-ὁ (Α μυσταγωγός, -όν)
αυτός που εισάγει, που μυεί κάποιον στα μυστήρια, ο κατηχητής («ἱερεῑς δὲ καὶ μύστας καὶ μυσταγωγοὺς ἀναλαβὼν καὶ τοῑς ὅπλοις περικαλύψας ἧγεν ἐν κόσμῳ», Πλούτ.)
νεοελλ.
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η μυσταγωγός
άτομο που αφιερώνει τη ζωή και τη δράση του στην υπηρεσία μιας επιστήμης ή τέχνης, που πρωτοστατεί στη διδασκαλία και τη μετάδοση στο κοινό μιας υψηλής ιδέας ή ηθικής αρχής
αρχ.
1. διδάσκαλος, οδηγός, καθοδηγητής
2. (στη Σικελία) ο περιηγητής που καταγινόταν ιδίως με την έρευνα και εξήγηση τών σχετικών με τους ναούς
3. ιερέας τών χριστιανών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύστης + ἀγωγός (πρβλ. δημ-αγωγός)].

Greek Monotonic

μυστᾰγωγός: ὁ (μύστης, ἄγω), αυτός που εισάγει στα μυστήρια, μυσταγωγός, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

μυστᾰγωγός:
1) мистагог, посвящающий в таинства Plut.;
2) наставник, учитель (βίου Men.).

Middle Liddell

μυστ-ᾰγωγός, οῦ, ὁ, μύστης, ἄγω]
one who initiates into mysteries, a mystagogue, Plut.