συνθηρεύω: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synthireyo | |Transliteration C=synthireyo | ||
|Beta Code=sunqhreu/w | |Beta Code=sunqhreu/w | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[συνθηράω]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>451d</span>; <b class="b3">σ. ὥσπερ κύνες</b> ib.<span class="bibl">466d</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[catch]] or | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[συνθηράω]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>451d</span>; <b class="b3">σ. ὥσπερ κύνες</b> ib.<span class="bibl">466d</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[catch]] or [[win together]], <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>981.5</span>:— Med., <b class="b2">quest after, reach by efforts</b>, ἃ δ' οὐ κεκτήμεθα, μίμησις . . ταῦτα συνθηρεύεται <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>156</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> <b class="b2">catch hold of, gather up</b>, φαίνεται τὸ λιπαρὸν . . τὰ κάρφη καὶ τὰ τοιαῦτα συνθηρεύειν <span class="bibl">Diocl.Fr.147</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:25, 1 July 2020
English (LSJ)
A = συνθηράω, Pl.R.451d; σ. ὥσπερ κύνες ib.466d. 2 catch or win together, E.Fr.981.5:— Med., quest after, reach by efforts, ἃ δ' οὐ κεκτήμεθα, μίμησις . . ταῦτα συνθηρεύεται Ar.Th.156. 3 catch hold of, gather up, φαίνεται τὸ λιπαρὸν . . τὰ κάρφη καὶ τὰ τοιαῦτα συνθηρεύειν Diocl.Fr.147.
Greek (Liddell-Scott)
συνθηρεύω: συνθηράω, συγκυνηγῶ, Πλάτ. Πολ. 451D· σ. ὥσπερ κύνες αὐτόθι 466C. 2) συλλαμβάνω ἢ κερδαίνω ὁμοῦ, Εὐρ. Ἀποσπ. 971· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἃ δ’ οὐ κεκτήμεθα, μίμησις ἤδη ταῦτα συνθηρεύεται Ἀριστοφ. Θεσμ. 156.
Greek Monolingual
και αττ. τ. ξυνθηρεύω Α
1. κυνηγώ μαζί με κάποιον άλλο
2. συλλέγω, συναθροίζω κάτι μαζί με κάποιον άλλο
3. μτφ. αποκτώ κάτι μετά από προσπάθειες που καταβάλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θηρεύω «κυνηγώ, συλλαμβάνω, επιδιώκω» (< θήρ «θηρίο»)].
Greek Monotonic
συνθηρεύω: μέλ. -σω, = συνθηράω, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-θηρεύω samen (met...) jagen, mee op jacht gaan (met), met dat. met iem.; med. ook overdr. met acc. op iets/ iem.: ἃ δ ’ οὐ κεκτήμεθα, μίμησις ἤδη ταῦτα συνθηρεύεται wat wij niet bezitten, bij de jacht daarop helpt imitatie ons Aristoph. Th. 156.
Middle Liddell
fut. σω = συνθηράω, Plat.]