ἄκανος: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert
(1a) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: a thistle, | |etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: a thistle, [[Atractylis gummifera]], [[dorniger Fruchtkopf]] (Thphr.);<br />Other forms: also <b class="b3">ἄκαν</b>, <b class="b3">-νος</b> LXX<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Cf. for the formation <b class="b3">πλάτανος</b>, <b class="b3">ῥάφανος</b>, <b class="b3">πύανος</b> etc.; the word is generally derived from <b class="b3">ἀκ-</b> [[sharp]], but the suffix <b class="b3">-ανος</b> rather points to a non-IE word (words like <b class="b3">ἄκων</b>, <b class="b3">ἀκόνη</b> rather confirm that the <b class="b3">-α-</b> is foreign). | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''ἄκανος''': {ákanos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': Distelart, [[Atractylis gummifera]], [[dorniger Fruchtkopf]] (Thphr.);<br />'''Derivative''': daneben [[ἄκαν]], -νος LXX (4. ''Kōn''. 14, 9). Ableitungen: [[ἀκανικός]], [[ἀκανώδης]], ferner [[ἀκανίζω]] (alle Thphr.) und [[ἀκάνιον]] H.<br />'''Etymology''' : Zur Bildung vgl. [[βάλανος]], [[πλάτανος]], [[ῥάφανος]], [[πύανος]] usw.; zugrunde liegt das Element ἀκ- in [[ἀκή]] usw., zur ''n''-Erweiterung vgl. noch [[ἄκαινα]], [[ἄκων]], [[ἀκόνη]].<br />'''Page''' 1,51 | |ftr='''ἄκανος''': {ákanos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': Distelart, [[Atractylis gummifera]], [[dorniger Fruchtkopf]] (Thphr.);<br />'''Derivative''': daneben [[ἄκαν]], -νος LXX (4. ''Kōn''. 14, 9). Ableitungen: [[ἀκανικός]], [[ἀκανώδης]], ferner [[ἀκανίζω]] (alle Thphr.) und [[ἀκάνιον]] H.<br />'''Etymology''' : Zur Bildung vgl. [[βάλανος]], [[πλάτανος]], [[ῥάφανος]], [[πύανος]] usw.; zugrunde liegt das Element ἀκ- in [[ἀκή]] usw., zur ''n''-Erweiterung vgl. noch [[ἄκαινα]], [[ἄκων]], [[ἀκόνη]].<br />'''Page''' 1,51 | ||
}} | }} |
Revision as of 15:10, 1 July 2020
English (LSJ)
ὁ, (ἀκή A, ἀκίς)
A pine-thistle, Atractylis gummifera, Thphr. HP1.10.6, al. 2 thistle-head, ib.6.4.3.
German (Pape)
[Seite 68] ὁ, nach VLL. = ἄκανθα. Bei Theophr eine Distelart, und der dornige Fruchtkopf einiger Pflanzen, z. B. Ananas.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκᾰνος: ὁ, (ἀκή, ἀκίς), εἶδος ἀκάνθης, ἡ ἀκανθώδης κεφαλὴ καρπῶν τινων, ὡς τοῦ Ἀνανᾶ, ἴδε Θεοφρ. Ἱ. Φ. 1. 10, 6, καὶ ἀλλ. καὶ Schneid. Ind.· ἴδε καὶ Schleuin. Θησ. Παλ. Διαθ.
French (Bailly abrégé)
[ᾰᾰ] ου (ὁ),
tête épineuse de certaines plantes, TH. H.P. 1.10.6, etc.
Étymologie: ἀκή.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
bot.
1 cabezuela espinosa del cardo ajonjero τὸ κύημα καὶ ἐν ᾧ τὸ ἄνθος ἢ καὶ ὁ καρπὸς ἄκανος Thphr.HP 6.4.3, σπερματικὸς ἄκανος Thphr.HP 6.4.9.
2 cardo ajonjero, Atractylis gummifera L., Thphr.HP 1.10.6, 9.12.1, Sm.Ib.31.40, Olymp.Iob 31.40 (cf. ἄκαν).
• Etimología: v. 2 ἀκή, ἀκίς.
Greek Monolingual
ἄκανος, ο (Α)
1. είδος αγκαθιού
2. η αγκαθωτή κορφή μερικών καρπών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται ετυμολογικά στη ρίζα ακ- «μυτερός», από όπου με μια σειρά ερρίνων επιθημάτων παρήχθησαν λέξεις, όπως ἄκαινα, ἀκόνη ἄκων, ἀκόντιον, που συνδέονται όλες με τη σημασία του «οξύς, μυτερός, αιχμηρός». Ειδικότερα η λ. ἄκανος χρησιμοποιήθηκε ως βοτανικός όρος (πρβλ. και ἄκανθα), αφού σχηματίστηκε όπως πολλά άλλα ονόματα φυτών με το επίθημα -ανος (ἄκ-ανο-ς)
πρβλ. βάλ-ανος, πλάτ-ανος, πύ-ανος ράφ-ανος κ.ά. Η λ. ἄκανος μαρτυρείται άπαξ με τη μορφή αθέματου (τριτόκλιτου) τύπου, ως ἄκαν, -ανος. Ακόμη είναι η λ. που απετέλεσε πιθανώς τη βάση για τον σχηματισμό του πολύ εύχρηστου όρου ἄκανθα
ΠΑΡ. αρχ. ἀκανίζω, ἀκανικός, ἀκάνιον, ἀκανώδης. Βλ. και λήμμα ἀκ-].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: a thistle, Atractylis gummifera, dorniger Fruchtkopf (Thphr.);
Other forms: also ἄκαν, -νος LXX
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Cf. for the formation πλάτανος, ῥάφανος, πύανος etc.; the word is generally derived from ἀκ- sharp, but the suffix -ανος rather points to a non-IE word (words like ἄκων, ἀκόνη rather confirm that the -α- is foreign).
Frisk Etymology German
ἄκανος: {ákanos}
Grammar: m.
Meaning: Distelart, Atractylis gummifera, dorniger Fruchtkopf (Thphr.);
Derivative: daneben ἄκαν, -νος LXX (4. Kōn. 14, 9). Ableitungen: ἀκανικός, ἀκανώδης, ferner ἀκανίζω (alle Thphr.) und ἀκάνιον H.
Etymology : Zur Bildung vgl. βάλανος, πλάτανος, ῥάφανος, πύανος usw.; zugrunde liegt das Element ἀκ- in ἀκή usw., zur n-Erweiterung vgl. noch ἄκαινα, ἄκων, ἀκόνη.
Page 1,51